πυκνίτης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. πυκνῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα<br /><b>2.</b> αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («[[ἀκράχολος]] Δῆμος [[πυκνίτης]], δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από την Πνύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πνύξ]], <i>Πυκνός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[Πνύξ]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Ταρταρ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ὁ, θηλ. πυκνῑτις, -ίτιδος, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα<br /><b>2.</b> αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («[[ἀκράχολος]] Δῆμος [[πυκνίτης]], δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που προέρχεται από την Πνύκα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πνύξ]], <i>Πυκνός</i> (<b>βλ. λ.</b> [[Πνύξ]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Ταρταρ</i>-[[ίτης]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πυκνίτης:''' [ῐ], -ου, ὁ, αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα (για [[συνέλευση]]), σε Αριστοφ., πρβλ. [[πνύξ]].
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυκνίτης Medium diacritics: πυκνίτης Low diacritics: πυκνίτης Capitals: ΠΥΚΝΙΤΗΣ
Transliteration A: pyknítēs Transliteration B: pyknitēs Transliteration C: pyknitis Beta Code: pukni/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A assembled in the Pnyx, δῆμος π. Ar.Eq.42: fem. πυκν-ῖτις, from the Pnyx, [κονία] IG22.1672.199.

German (Pape)

[Seite 815] ὁ, att. = πνυκίτης, sich in der πνύξ versammelnd, δῆμος, Dind. Ar. Equ. 42.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitué de la Pnyx.
Étymologie: Πνύξ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. πυκνῑτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα
2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ. Πνύξ) + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. Ταρταρ-ίτης)].

Greek Monotonic

πυκνίτης: [ῐ], -ου, ὁ, αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα (για συνέλευση), σε Αριστοφ., πρβλ. πνύξ.