πυραλλίς: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(35)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πυραλίς]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[πυρραλίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού<br /><b>2.</b> [[είδος]] εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε [[μέσα]] στη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῑαι πυραλλίδες» — [[είδος]] ελαίων με κόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πυραλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τη λ. <i>πῦρ</i> με το υποκορ. [[επίθημα]] -[[αλίς]] / -<i>αλλίς</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>. Η [[ονομασία]] αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το [[είδος]] του πτηνού και το [[είδος]] [[ελιάς]] πιθ. από το [[χρώμα]] τους, ενώ το [[έντομο]] ονομάστηκε [[έτσι]], [[επειδή]] θεωρήθηκε ότι ζει στη [[φωτιά]]. Το διπλό -<i>ρρ</i>- του τ. [[πυρραλίς]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] του τ. [[πυρρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>). Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η λιγότερο πιθανή [[άποψη]] ότι η λ. ως ονομ. πτηνού [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[πυρός]] «[[σίτος]]» λόγω του είδους της τροφής του (<b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλλίς</i>: [[σῦκον]])].
|mltxt=και [[πυραλίς]] και [[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> [[πυρραλίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[είδος]] πτηνού, πιθ. περιστεριού<br /><b>2.</b> [[είδος]] εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε [[μέσα]] στη [[φωτιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἐλαῑαι πυραλλίδες» — [[είδος]] ελαίων με κόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>πυραλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τη λ. <i>πῦρ</i> με το υποκορ. [[επίθημα]] -[[αλίς]] / -<i>αλλίς</i> (με εκφραστικό διπλασιασμό του -<i>λ</i>-), <b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλ</i>(<i>λ</i>)<i>ίς</i>. Η [[ονομασία]] αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το [[είδος]] του πτηνού και το [[είδος]] [[ελιάς]] πιθ. από το [[χρώμα]] τους, ενώ το [[έντομο]] ονομάστηκε [[έτσι]], [[επειδή]] θεωρήθηκε ότι ζει στη [[φωτιά]]. Το διπλό -<i>ρρ</i>- του τ. [[πυρραλίς]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> οφείλεται πιθ. σε [[επίδραση]] του τ. [[πυρρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i>). Έχει διατυπωθεί, [[επίσης]], η λιγότερο πιθανή [[άποψη]] ότι η λ. ως ονομ. πτηνού [[πρέπει]] να συνδεθεί με το [[πυρός]] «[[σίτος]]» λόγω του είδους της τροφής του (<b>πρβλ.</b> <i>συκ</i>-<i>αλλίς</i>: [[σῦκον]])].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">n. of an unknown bird, prob. a kind of dove</b> (Arist., Call., Ael.); <b class="b2">a kind of olive</b> (medic.); <b class="b2">n. of an insect, that lives supposedly in the fire</b> (Plin.).<br />Other forms: (v.l. <b class="b3">-αλίς</b>, H. <b class="b3">πυρραλίς</b>)<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Diminutive formation in <b class="b3">-αλ(λ)ίς</b> (Chantraine Form. 251 f., Niedermann Glotta 19, 9 f.), prob. from <b class="b3">πῦρ</b> after the reddish colour; also associated with <b class="b3">πυρρός</b> (<b class="b3">πυρραλίς</b>). After Niedermann l.c. however from <b class="b3">πυρός</b> [[wheat]] after the food; cf. <b class="b3">συκαλλίς</b> from <b class="b3">σῦκον</b>.
}}
}}

Revision as of 06:19, 3 January 2019

French (Bailly abrégé)

[ῠᾰᾰ] ίδος (ἡ),
rouge-gorge, ARSTT. HA 9.1.15, CALL. fr. 100c4, etc.
Étymologie: πῦρ.

Greek Monolingual

και πυραλίς και κατά τον Ησύχ. πυρραλίς, -ίδος, ἡ, Α
1. είδος πτηνού, πιθ. περιστεριού
2. είδος εντόμου για το οποίο λεγόταν ότι ζούσε μέσα στη φωτιά
3. φρ. «ἐλαῑαι πυραλλίδες» — είδος ελαίων με κόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πυραλ(λ)ίς, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τη λ. πῦρ με το υποκορ. επίθημα -αλίς / -αλλίς (με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ-), πρβλ. συκ-αλ(λ)ίς. Η ονομασία αυτή δικαιολογείται, όσον αφορά το είδος του πτηνού και το είδος ελιάς πιθ. από το χρώμα τους, ενώ το έντομο ονομάστηκε έτσι, επειδή θεωρήθηκε ότι ζει στη φωτιά. Το διπλό -ρρ- του τ. πυρραλίς που παραδίδει ο Ησύχ. οφείλεται πιθ. σε επίδραση του τ. πυρρός (< πῦρ). Έχει διατυπωθεί, επίσης, η λιγότερο πιθανή άποψη ότι η λ. ως ονομ. πτηνού πρέπει να συνδεθεί με το πυρός «σίτος» λόγω του είδους της τροφής του (πρβλ. συκ-αλλίς: σῦκον)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: n. of an unknown bird, prob. a kind of dove (Arist., Call., Ael.); a kind of olive (medic.); n. of an insect, that lives supposedly in the fire (Plin.).
Other forms: (v.l. -αλίς, H. πυρραλίς)
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Diminutive formation in -αλ(λ)ίς (Chantraine Form. 251 f., Niedermann Glotta 19, 9 f.), prob. from πῦρ after the reddish colour; also associated with πυρρός (πυρραλίς). After Niedermann l.c. however from πυρός wheat after the food; cf. συκαλλίς from σῦκον.