Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σάθη: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(36)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />το ανδρικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. [[σαίνω]] «[[κουνώ]] την [[ουρά]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σά</i>-<i>νν</i>-<i>ιον</i> «ανδρικό [[μόριο]]») με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θη</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (<b>πρβλ.</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θο</i>-<i>ς</i>). Η σημ. της λ. «ανδρικό [[μόριο]]» ερμηνεύεται από την [[ομοιότητα]] του ανδρικού μορίου με [[ουρά]]].
|mltxt=ἡ, Α<br />το ανδρικό [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. [[σαίνω]] «[[κουνώ]] την [[ουρά]]» (<b>πρβλ.</b> <i>σά</i>-<i>νν</i>-<i>ιον</i> «ανδρικό [[μόριο]]») με εκφραστικό [[επίθημα]] -<i>θη</i>, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (<b>πρβλ.</b> <i>πόσ</i>-<i>θη</i>, <i>κύσ</i>-<i>θο</i>-<i>ς</i>). Η σημ. της λ. «ανδρικό [[μόριο]]» ερμηνεύεται από την [[ομοιότητα]] του ανδρικού μορίου με [[ουρά]]].
}}
{{elru
|elrutext='''σάθη:''' (ᾰ) ἡ Arph. = [[πόσθη]].
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σάθη Medium diacritics: σάθη Low diacritics: σάθη Capitals: ΣΑΘΗ
Transliteration A: sáthē Transliteration B: sathē Transliteration C: sathi Beta Code: sa/qh

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,

   A membrum virile, Archil.97 (prob.), Ar.Lys.1119.

German (Pape)

[Seite 857] ἡ, das männliche Glied, Ar. Lys. 1119.

Greek (Liddell-Scott)

σάθη: [ᾰ], ἡ, τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 1119.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
le sexe de l’homme (Archil., AR Lys.).
Étymologie: DELG pê tiré de σαίνω avec le sens de « queue ».

Greek Monolingual

ἡ, Α
το ανδρικό μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει πιθ. σχηματιστεί από το θ. του ρ. σαίνω «κουνώ την ουρά» (πρβλ. σά-νν-ιον «ανδρικό μόριο») με εκφραστικό επίθημα -θη, το οποίο απαντά και σε άλλες συγγενείς σημασιολογικά λ. (πρβλ. πόσ-θη, κύσ-θο-ς). Η σημ. της λ. «ανδρικό μόριο» ερμηνεύεται από την ομοιότητα του ανδρικού μορίου με ουρά].

Russian (Dvoretsky)

σάθη: (ᾰ) ἡ Arph. = πόσθη.