σηματοδότης: Difference between revisions
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[οπλίτης]] που εκτελεί τη [[σηματοδοσία]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]], [[συσκευή]] που δίνει σήματα για την ασφαλή [[κυκλοφορία]] τών σιδηροδρομικών συρμών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φωτεινός]] [[σηματοδότης]]» ή, [[απλώς]], «[[σηματοδότης]]» — [[διάταξη]] στις διασταυρώσεις [[οδών]] και στις διαβάσεις σιδηροδρομικών γραμμών που μεταδίδει φωτεινά σήματα και ρυθμίζει την [[κυκλοφορία]] οχημάτων και πεζών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), | |mltxt=ο, Ν<br /><b>1.</b> [[οπλίτης]] που εκτελεί τη [[σηματοδοσία]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]], [[συσκευή]] που δίνει σήματα για την ασφαλή [[κυκλοφορία]] τών σιδηροδρομικών συρμών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φωτεινός]] [[σηματοδότης]]» ή, [[απλώς]], «[[σηματοδότης]]» — [[διάταξη]] στις διασταυρώσεις [[οδών]] και στις διαβάσεις σιδηροδρομικών γραμμών που μεταδίδει φωτεινά σήματα και ρυθμίζει την [[κυκλοφορία]] οχημάτων και πεζών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[δότης]] (<span style="color: red;"><</span> [[δίδωμι]]), [[πρβλ]]. [[αιμοδότης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:25, 25 August 2021
Greek Monolingual
ο, Ν
1. οπλίτης που εκτελεί τη σηματοδοσία
2. μηχάνημα, συσκευή που δίνει σήματα για την ασφαλή κυκλοφορία τών σιδηροδρομικών συρμών
3. φρ. «φωτεινός σηματοδότης» ή, απλώς, «σηματοδότης» — διάταξη στις διασταυρώσεις οδών και στις διαβάσεις σιδηροδρομικών γραμμών που μεταδίδει φωτεινά σήματα και ρυθμίζει την κυκλοφορία οχημάτων και πεζών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σήμα, -ατος + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. αιμοδότης.