σίγω: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
(37)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=σιγῶ, -άω, ΝΜΑ [[σῑγα]]<br /><b>1.</b> [[τηρώ]] [[σιγή]], [[μένω]] [[σιωπηλός]], [[σωπαίνω]], [[σιωπώ]] («[[σίγα]], μή τις τ' [[ἄλλος]] Ἀχαιῶν τοῡτον ἀκούσῃ μῡθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[καταπαύω]], [[ησυχάζω]], [[σταματώ]] (α. «σίγησαν τα μίση» β. «σίγησε η [[θύελλα]]» γ. «σιγῶν δ' [[ὄλεθρος]] καὶ μέγα φωνοῡντ'... ἀμαθύνει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για μηχανήματα, όργανα, εργαλεία) [[παύω]] να [[λειτουργώ]], [[αδρανώ]] («τα πυροβόλα σίγησαν επιτέλους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μυστικό]], το [[αποσιωπώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ σιγῶντ' ὀνόματ'... δαιμόνων» — άρρητα, [[μυστικά]] ή μυστηριώδη ονόματα τών θεοτήτων (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=σιγῶ, -άω, ΝΜΑ [[σῑγα]]<br /><b>1.</b> [[τηρώ]] [[σιγή]], [[μένω]] [[σιωπηλός]], [[σωπαίνω]], [[σιωπώ]] («[[σίγα]], μή τις τ' [[ἄλλος]] Ἀχαιῶν τοῦτον ἀκούσῃ μῡθον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[καταπαύω]], [[ησυχάζω]], [[σταματώ]] (α. «σίγησαν τα μίση» β. «σίγησε η [[θύελλα]]» γ. «σιγῶν δ' [[ὄλεθρος]] καὶ μέγα φωνοῡντ'... ἀμαθύνει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για μηχανήματα, όργανα, εργαλεία) [[παύω]] να [[λειτουργώ]], [[αδρανώ]] («τα πυροβόλα σίγησαν επιτέλους»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[μυστικό]], το [[αποσιωπώ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «τὰ σιγῶντ' ὀνόματ'... δαιμόνων» — άρρητα, [[μυστικά]] ή μυστηριώδη ονόματα τών θεοτήτων (<b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Revision as of 13:00, 15 February 2019

German (Pape)

[Seite 879] lakon. = θίγω, Ar. Lys. 1004.

Greek Monolingual

σιγῶ, -άω, ΝΜΑ σῑγα
1. τηρώ σιγή, μένω σιωπηλός, σωπαίνω, σιωπώσίγα, μή τις τ' ἄλλος Ἀχαιῶν τοῦτον ἀκούσῃ μῡθον», Ομ. Ιλ.)
2. (για πράγμ.) καταπαύω, ησυχάζω, σταματώ (α. «σίγησαν τα μίση» β. «σίγησε η θύελλα» γ. «σιγῶν δ' ὄλεθρος καὶ μέγα φωνοῡντ'... ἀμαθύνει», Αισχύλ.)
νεοελλ.
(για μηχανήματα, όργανα, εργαλεία) παύω να λειτουργώ, αδρανώ («τα πυροβόλα σίγησαν επιτέλους»)
αρχ.
1. (μτβ.) κρατώ κάτι μυστικό, το αποσιωπώ
2. φρ. «τὰ σιγῶντ' ὀνόματ'... δαιμόνων» — άρρητα, μυστικά ή μυστηριώδη ονόματα τών θεοτήτων (Ευρ.).