σκαλίζω: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(37) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skalizo | |Transliteration C=skalizo | ||
|Beta Code=skali/zw | |Beta Code=skali/zw | ||
|Definition== <b class="b3">σκάλλω</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition== <b class="b3">σκάλλω</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hoe]], Att. ἀσκαλ-, <span class="bibl">Phryn.</a | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:40, 28 June 2020
English (LSJ)
= σκάλλω,
A hoe, Att. ἀσκαλ-, Phryn.</a
German (Pape)
[Seite 888] graben, behacken, att. ἀσκαλίζω, B. A. 24.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰλίζω: ὡς τὸ σκάλλω, σκαλεύω, σκαλίζω, σκάπτω, Ἀττ. ἀσκαλ-, Α. Β. 24.
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και αττ. τ. ασκαλίζω Α
σκάβω
νεοελλ.
1. σκάβω επιφανειακά το έδαφος, χτυπώ και αναστρέφω με ειδικό εργαλείο, τη σκαπάνη, την επιφάνεια καλλιεργημένου εδάφους
2. ανακινώ το χώμα («σκαλίζοντας η κότα βγάζει τα μάτια της» — λέγεται για εκείνους που ανακινούν διάφορα ζητήματα τα οποία αποβαίνουν τελικά επιζήμια για τους ίδιους, παροιμ. φρ.)
3. ανακινώ τα αναμμένα κάρβουνα για να δυναμώσει η φωτιά
4. σχηματίζω κοιλώματα ή παραστάσεις πάνω σε μεταλλική, μαρμάρινη ή ξύλινη επιφάνεια χαράζοντας την, χαράζω, σμιλεύω
5. μτφ. ερευνώ κάτι λεπτομερειακά, αναζητώ επίμονα κάτι («σκάλισα όλα τα χαρτιά μου μήπως τελικά βρω τον λογαριασμό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ.- του σκάλλω + ρηματ. κατάλ. -ίζω].