σκάνδιξ: Difference between revisions

From LSJ

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[σκάνδυξ]], ο / [[σκάνδιξ]], -ικος και [[σκάνδυξ]], -υκος, ἡ, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδανθή]] της τάξης [[σκιαδοφόρα]], με 12 [[περίπου]] γένη, από τα οποία 4 [[είναι]] αυτοφυή στην [[Ελλάδα]] κν. γνωστά [[σήμερα]] ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]], <b>πρβλ.</b> <i>ῥάδ</i>-<i>ιξ</i>, <i>σπάδ</i>-<i>ιξ</i>].
|mltxt=και [[σκάνδυξ]], ο / [[σκάνδιξ]], -ικος και [[σκάνδυξ]], -υκος, ἡ, ΝΑ<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σκιαδανθή]] της τάξης [[σκιαδοφόρα]], με 12 [[περίπου]] γένη, από τα οποία 4 [[είναι]] αυτοφυή στην [[Ελλάδα]] κν. γνωστά [[σήμερα]] ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ιξ</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]], <b>πρβλ.</b> <i>ῥάδ</i>-<i>ιξ</i>, <i>σπάδ</i>-<i>ιξ</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκάνδιξ:''' -ῑκος, ἡ, το [[φυτό]] [[πετροσέλινο]], είδος λάχανου (Λατ. Chaerophyllum), σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάνδιξ Medium diacritics: σκάνδιξ Low diacritics: σκάνδιξ Capitals: ΣΚΑΝΔΙΞ
Transliteration A: skándix Transliteration B: skandix Transliteration C: skandiks Beta Code: ska/ndic

English (LSJ)

ῑκος, ἡ (Sch.Ar., v. infr.),

   A wild chervil, Scandis Pecten-Veneris, Ar.Ach.478, And.Fr.4, Thphr.HP7.7.1, 7.8.1, Dsc.2.138.

German (Pape)

[Seite 889] ικος, ὁ, Kerbel, lat. scandix; Ar. Ach. 454; Theophr.; Luc. Lex. 2 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, (Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.), εἶδος λαχάνου (τὸ Chaerophyllum), ὅπερ ἐτρώγετο παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 478, Ἀνδοκ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 8, 1 πρβλ. σκανδικοπώλης, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ) :
cerfeuil, plante.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

και σκάνδυξ, ο / σκάνδιξ, -ικος και σκάνδυξ, -υκος, ἡ, ΝΑ
βοτ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σκιαδανθή της τάξης σκιαδοφόρα, με 12 περίπου γένη, από τα οποία 4 είναι αυτοφυή στην Ελλάδα κν. γνωστά σήμερα ως σκαντζίκια, καυκαλήθρες ή μυρώνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ιξ, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών, πρβλ. ῥάδ-ιξ, σπάδ-ιξ].

Greek Monotonic

σκάνδιξ: -ῑκος, ἡ, το φυτό πετροσέλινο, είδος λάχανου (Λατ. Chaerophyllum), σε Αριστοφ.