σκινθαρίζω: Difference between revisions
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(37) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σκανθαρίζω]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα [[παίω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> [[σκινδαρίσαι]], [[σκινδακίσαι]])]. | |mltxt=και [[σκανθαρίζω]] Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα [[παίω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (<b>πρβλ.</b> [[σκινδαρίσαι]], [[σκινδακίσαι]])]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[σκινδαρος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 3 January 2019
English (LSJ)
σκινθίζομαι,
A v. σκίνδαρος.
German (Pape)
[Seite 899] = σκιμαλίζω, nasenstübern, VLL.; bei Poll. 9, 126 σκανθαρίζω; bei Hesych. scheint σκινδαρεύω, σκινδαρέω, σκινδαρίζω dasselbe zu sein; auch σκίνδαροι od. σκίνθαροι, τὰ προσκινήματα erkl., Phot. aber sagt σκίνδαρος ἡ ἐπανάστασις νυκτὸς ἀφροδισίων ἕνεκα.
Greek Monolingual
και σκανθαρίζω Α
(κατά τον Ησύχ.) «τῷ μέσῳ δακτύλῳ τὸν μυκτήρα παίω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων, άγνωστης ετυμολ. (πρβλ. σκινδαρίσαι, σκινδακίσαι)].
Frisk Etymological English
See also: s. σκινδαρος