σπερματισμός: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(38) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spermatismos | |Transliteration C=spermatismos | ||
|Beta Code=spermatismo/s | |Beta Code=spermatismo/s | ||
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">production of seed</b>, <b class="b3">μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σ</b>. (sc. <b class="b3">τὰ λάχανα</b>) <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.5.3</span>, cf. <span class="bibl">7.4.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> | |Definition=ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">production of seed</b>, <b class="b3">μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σ</b>. (sc. <b class="b3">τὰ λάχανα</b>) <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.5.3</span>, cf. <span class="bibl">7.4.3</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[copulation]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Le.</span>18.23</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:35, 28 June 2020
English (LSJ)
ὁ,
A production of seed, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σ. (sc. τὰ λάχανα) Thphr.HP7.5.3, cf. 7.4.3. II copulation, LXX Le.18.23.
German (Pape)
[Seite 920] ὁ, das Auslassen des Saamens; bei Theophr. οἱ σπ. = die aus Saamen gezogenen Pflanzen, welche nachher verpflanzt werden.
Greek (Liddell-Scott)
σπερμᾰτισμός: ὁ, παραγωγὴ σπέρματος, σπόρου, μεταφυτεύουσι πρὸς τοὺς σπερματισμοὺς (ἐξυπακ. τὰ φυτὰ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 5, 3, ὁπόθεν ἐν τῷ ὁμοίῳ, χωρίῳ αὐτόθι 7. 4, 3 (τοὺς σπ. μεταφέροντες) ὁ Schneid. εἰκάζει ὅτι δέον νὰ παρεμβληθῇ ἡ πρόθεσις πρός. ΙΙ. συνουσία, σαρκικὴ μῖξις, Ἑβδ. (Λευιτ. ΙΗ´, 23).
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
βιολ. γενετική θεωρία που αποδίδει στο σπέρμα του άρρενος τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του εμβρύου
μσν.
γονιμοποίηση
μσν.-αρχ.
1. η παραγωγή σπέρματος (α. «τὸ δένδρον οὐ πλησθήσεται σπερματισμοῡ καὶ γόνου», Κ. Μανασσ.
β. «[τὰ λάχανα] μεταφυτεύουσι πρὸς σπερματισμόν» Θεόφρ.)
2. η εκσπερμάτιση κατά τη συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπερματίζω. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatism].