στάλιξ: Difference between revisions
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
(38) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ικος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]], [[κυρίως]] αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στήλη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί [[είτε]] από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>σταλ</i>- του [[στέλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[στήλη]]) [[είτε]], πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i>- του [[ἵστημι]], με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>l</i>- και [[παρέκταση]] -<i>ι</i>-<i>κ</i>-<i>ς</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλᾴξ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλ</i><i>ā</i>[[F]]-<i>ι</i>-<i>κ</i>-<i>ς</i><br /><b>βλ.</b> και λ. [[κλείδα]])]. | |mltxt=-ικος, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[πάσσαλος]], [[κυρίως]] αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στήλη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί [[είτε]] από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>σταλ</i>- του [[στέλλω]] (<b>πρβλ.</b> [[στήλη]]) [[είτε]], πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i>- του [[ἵστημι]], με [[υγρό]] [[ένθημα]] -<i>l</i>- και [[παρέκταση]] -<i>ι</i>-<i>κ</i>-<i>ς</i> (<b>πρβλ.</b> [[κλᾴξ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κλ</i><i>ā</i>[[F]]-<i>ι</i>-<i>κ</i>-<i>ς</i><br /><b>βλ.</b> και λ. [[κλείδα]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στάλιξ:''' -ῐκος, ἡ (στᾰλῆναι), πάσαλλος στον οποίο προσδένονται τα δίχτυα, σε Ξεν., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ῐκος, ἡ, (στέλλω)
A stake to which nets are fastened, Theoc.Ep.3, AP6.109 (Antip.), Plu.Pel.8, Tryph.222, etc.; distd. from σχαλίς, Opp.C.1.151,157, Poll.5.19,31, 10.141.
German (Pape)
[Seite 929] ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.
Greek (Liddell-Scott)
στάλιξ: -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, στέλλω) πάσσαλος εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ σχαλίς, Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, Πολυδ. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141.
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
pieu qui retient les filets des chasseurs.
Étymologie: DELG plutôt ἵστημι que στέλλω.
Greek Monolingual
-ικος, ἡ, Α
1. πάσσαλος, κυρίως αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια
2. (κατά τον Ησύχ.) «στήλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταλ- του στέλλω (πρβλ. στήλη) είτε, πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι, με υγρό ένθημα -l- και παρέκταση -ι-κ-ς (πρβλ. κλᾴξ < κλāF-ι-κ-ς
βλ. και λ. κλείδα)].
Greek Monotonic
στάλιξ: -ῐκος, ἡ (στᾰλῆναι), πάσαλλος στον οποίο προσδένονται τα δίχτυα, σε Ξεν., Θεόκρ.