συμπαρατρέφω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=nourrir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρατρέφω]].
|btext=nourrir ensemble <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παρατρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ανατρέφω]], [[εκτρέφω]] συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέφω]] «[[ανατρέφω]], [[συντηρώ]]»].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[ανατρέφω]], [[εκτρέφω]] συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέφω]] «[[ανατρέφω]], [[συντηρώ]]»].
|mltxt=Α<br />[[ανατρέφω]], [[εκτρέφω]] συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παρατρέφω]] «[[ανατρέφω]], [[συντηρώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρατρέφω Medium diacritics: συμπαρατρέφω Low diacritics: συμπαρατρέφω Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΤΡΕΦΩ
Transliteration A: symparatréphō Transliteration B: symparatrephō Transliteration C: symparatrefo Beta Code: sumparatre/fw

English (LSJ)

   A bring up or keep at the same time, of wild animals kept for hunting, X.Oec.5.5.

German (Pape)

[Seite 985] (s. τρέφω), mit dabei ernähren, aufziehen, Xen. Oec. 5, 5.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρατρέφω: ἀνατρέφω ἢ διατηρῶ συγχρόνως, καὶ κυσὶν εὐπέτειαν τῆς τροφῆς παρέχουσα, καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα Ξεν. Οἰκ. 5, 5, πρβλ. Schäf εἰς Γρηγ. Κορίνθ. σ. 1040.

French (Bailly abrégé)

nourrir ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, παρατρέφω.

Greek Monolingual

Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].

Greek Monolingual

Α
ανατρέφω, εκτρέφω συγχρόνως («καὶ θηρία συμπαρατρέφουσα», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρατρέφω «ανατρέφω, συντηρώ»].