συμφρόνησις: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />consentement, accord.<br />'''Étymologie:''' [[συμφρονέω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />consentement, accord.<br />'''Étymologie:''' [[συμφρονέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. [[συμφρόνασις]] Α [[συμφρονῶ]]<br /><b>1.</b> [[ομοφωνία]], [[συμφωνία]], [[σύμπνοια]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αρμονία]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. [[συμφρόνασις]] Α [[συμφρονῶ]]<br /><b>1.</b> [[ομοφωνία]], [[συμφωνία]], [[σύμπνοια]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αρμονία]]. | |mltxt=-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. [[συμφρόνασις]] Α [[συμφρονῶ]]<br /><b>1.</b> [[ομοφωνία]], [[συμφωνία]], [[σύμπνοια]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αρμονία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A agreement, union, Philol.10, Plb.2.37.8, J. AJ19.8.1, App.BC4.17, etc.
German (Pape)
[Seite 993] ἡ, Gleichheit des Sinnes od. der Meinung, Eintracht, Pol. 2, 173, 8 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμφρόνησις: Δωρ. -ᾱσις, ἡ, τὸ συμφρονεῖν, σύμπνοια, ὁμοφροσύνη, συμφωνία, Πολύβ. 2. 37, 8, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 19. 8, 1, Θέων Σμυρν. Μαθ. σ. 15Β, κτλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
consentement, accord.
Étymologie: συμφρονέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α συμφρονῶ
1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια
2. (κατ' επέκτ.) αρμονία.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, ΜΑ, και δωρ. τ. συμφρόνασις Α συμφρονῶ
1. ομοφωνία, συμφωνία, σύμπνοια
2. (κατ' επέκτ.) αρμονία.