σύναυλος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />accompagné de la flûte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐλός]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />qui couche, habite <i>ou</i> vit avec ; <i>fig.</i> [[σύναυλος]] θείᾳ μανίᾳ SOPH frappé de folie par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐλή]]. | |btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />accompagné de la flûte.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐλός]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />qui couche, habite <i>ou</i> vit avec ; <i>fig.</i> [[σύναυλος]] θείᾳ μανίᾳ SOPH frappé de folie par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[αὐλή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με τον αυλό<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αρμονικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον [[άλλο]] («ἀλλ' ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>πάρ</i>-<i>αυλος</i>].———————— <b>(II)</b><br />και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που επισκέπτεται [[συχνά]], που συχνάζει σε κάποιον [[τόπο]] («χώροις [[μάλιστα]] [[πρός]] τισι ξύναυλος ὤν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ποιητ. φρ.) «θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος»<br /><b>μτφ.</b> προσβεβλημένος από [[παραφροσύνη]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>αυλος</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με τον αυλό<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αρμονικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον [[άλλο]] («ἀλλ' ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>πάρ</i>-<i>αυλος</i>].———————— <b>(II)</b><br />και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που επισκέπτεται [[συχνά]], που συχνάζει σε κάποιον [[τόπο]] («χώροις [[μάλιστα]] [[πρός]] τισι ξύναυλος ὤν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ποιητ. φρ.) «θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος»<br /><b>μτφ.</b> προσβεβλημένος από [[παραφροσύνη]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>αυλος</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με τον αυλό<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[αρμονικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον [[άλλο]] («ἀλλ' ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>πάρ</i>-<i>αυλος</i>].———————— <b>(II)</b><br />και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που επισκέπτεται [[συχνά]], που συχνάζει σε κάποιον [[τόπο]] («χώροις [[μάλιστα]] [[πρός]] τισι ξύναυλος ὤν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (ποιητ. φρ.) «θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος»<br /><b>μτφ.</b> προσβεβλημένος από [[παραφροσύνη]] (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>αυλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔν</i>-<i>αυλος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
(A), ον, (αὐλός)
A in concert with the flute; then generally, sounding in concord or unison, harmonious, ξ. ὕμνων βοά Ar.Ra.212 (lyr.): generally, in harmony with, ξ. βοὰ Χαρᾷ E.El.879 (lyr.); ὅτε τις κύκνος . . ἀνέμου σύναυλος ἠχῇ Anacreont.60.10.
σύναυλ-ος (B), ον, (αὐλή)
A dwelling with, living in the folds with (sc. ταῖς ποίμναις), S.OT1126: metaph., θείᾳ μανίᾳ ξ., i.e. afflicted with madness, Id.Aj.611 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1005] mit, zusammen liegend, wohnend, χώροις μάλιστα πρὸς τίσι ξύναυλος ὤν; Soph. O. R. 1126, vom Hirten gesagt; auch übertr., Αἴας θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος, Ai. 605. mit- oder zusammenflötend, -tönend, -stimmend; ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ, Eur. El. 879; vgl. Ar. Ran. 212; übertr., einstimmig, ἀνέμῳ σύναυλος ἤχθη, dem Winde gleich, so schnell wie der Wind wurde er daher getragen, Anacr. 59, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σύναυλος: -ον, (αὐλὸς) ὁ ἐν συμφωνίᾳ ὢν πρὸς αὐλόν· ἀκολούθως καθόλου, ὁ ἠχῶν ἐν ἁρμονίᾳ ἢ ὁμοφωνίᾳ, ἁρμονικός, ξύναυλος βοὰ Ἀριστοφ. Βάτρ. 212· ― ἀκολούθως γενικώτερον, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἢ συμφωνίᾳ πρός τινα ὢν ἢ γιγνόμενος, βοὰ ξ. χαρᾷ Εὐρ. Ἑλ. 879· ἀνέμῳ σύναυλος ἤχθη, παρεσύρθη ὁμοῦ μετὰ τοῦ ἀνέμου, δηλ. ταχὺς ὡς ὁ ἄνεμος, Ἀνακρεόντ. 62. 10 (ἔνθα: ἀνέμου σύναυλον ἠχὴν Κῶδ.).
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
accompagné de la flûte.
Étymologie: σύν, αὐλός.
2ος, ον :
qui couche, habite ou vit avec ; fig. σύναυλος θείᾳ μανίᾳ SOPH frappé de folie par les dieux.
Étymologie: σύν, αὐλή.
Greek Monolingual
(I)
και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τον αυλό
2. (κατ' επέκτ.) αρμονικός
3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον άλλο («ἀλλ' ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αυλος (< αὐλός), πρβλ. πάρ-αυλος].———————— (II)
και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α
1. αυτός που επισκέπτεται συχνά, που συχνάζει σε κάποιον τόπο («χώροις μάλιστα πρός τισι ξύναυλος ὤν», Σοφ.)
2. (ποιητ. φρ.) «θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος»
μτφ. προσβεβλημένος από παραφροσύνη (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αυλος (< αὐλή), πρβλ. ἔν-αυλος].
Greek Monolingual
(I)
και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με τον αυλό
2. (κατ' επέκτ.) αρμονικός
3. αυτός που γίνεται σύμφωνα με κάποιον άλλο («ἀλλ' ἴτω ξύναυλος βοὰ χαρᾷ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αυλος (< αὐλός), πρβλ. πάρ-αυλος].———————— (II)
και αττ. τ. ξύναυλος, -ον, Α
1. αυτός που επισκέπτεται συχνά, που συχνάζει σε κάποιον τόπο («χώροις μάλιστα πρός τισι ξύναυλος ὤν», Σοφ.)
2. (ποιητ. φρ.) «θείᾳ μανίᾳ ξύναυλος»
μτφ. προσβεβλημένος από παραφροσύνη (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αυλος (< αὐλή), πρβλ. ἔν-αυλος].