συναποσβέννυμι: Difference between revisions
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
(39) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>intr. à l’ao.2</i> συναπέσβην, <i>au pf.</i> συναπέσβηκα, <i>et au Pass.</i><br />s’éteindre avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀποσβέννυμι]]. | |btext=<i>intr. à l’ao.2</i> συναπέσβην, <i>au pf.</i> συναπέσβηκα, <i>et au Pass.</i><br />s’éteindre avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀποσβέννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[ἀποσβέννυμι]]<br />[[σβήνω]], [[εξαλείφω]], [[εξαφανίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἀποσβέννυμι]]<br />[[σβήνω]], [[εξαλείφω]], [[εξαφανίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]]. | |mltxt=Α [[ἀποσβέννυμι]]<br />[[σβήνω]], [[εξαλείφω]], [[εξαφανίζω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] ή συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:37, 29 September 2017
English (LSJ)
A put out, extinguish with or together, ὄμμασι (sight) πνοιήν (breath) AP7.367(Antip. Thess.); τῇ περιγραφῇ τῆς Χρείας [ἡ φύσις] συναπέσβεσε τὸ ἔργον (sc. τὴν κάθαρσιν) Sor. 1.28; σ. τὰς ψυχάς Them.Or.4.59d:—Pass., with aor. -έσβην, pf. -έσβηκα, to be put out together, D.S.37.2.14, Plu.Marc.24, etc.; πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ AP5.278 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 1003] (s. σβέννυμι), mit od. zugleich auslöschen, ausgehen lassen, συναπέσβεσε πνοιήν, Antp. Th. 64 (VII, 367), – τῇ ῥώμῃ μαραινομένῃ συναποσβῆναι τὸν πόλεμον, Plut. Marcell. 24.
Greek (Liddell-Scott)
συναποσβέννῡμι: σβήνω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, τί τινι Ἀνθολ. Π. 7. 367· σ. τὰς ψυχὰς Θεμίστ. 59D. ― Παθ., μετ’ ἀορ. -έσβην, πρκμ. -έσβηκα, σβήνομαι ὁμοῦ, Διοδ. Ἐκλογ. 541. 22, Πλουτ. Μάρκελλ. 24, κτλ.· πυρσὸς συναπέσβετο λύχνῳ Ἀνθ. Π. 5. 279.
French (Bailly abrégé)
intr. à l’ao.2 συναπέσβην, au pf. συναπέσβηκα, et au Pass.
s’éteindre avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀποσβέννυμι.
Greek Monolingual
Α ἀποσβέννυμι
σβήνω, εξαλείφω, εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι ή συγχρόνως με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
Α ἀποσβέννυμι
σβήνω, εξαλείφω, εξαφανίζω κάτι μαζί με κάτι ή συγχρόνως με κάτι άλλο.