σύνδυο: Difference between revisions

From LSJ

τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man

Source
(39)
(39)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>σύνδῠο</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[two]] [[together]] ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα [[σύνδυο]] δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.81)
|sltr=<b>σύνδῠο</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[two]] [[together]] ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα [[σύνδυο]] δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.81)
}}
{{grml
|mltxt=οι, τα / [[σύνδυο]], οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και [[συδυό]] και συνδυό Ν<br />ανά δύο, δυο δυο, [[κατά]] ζεύγη («oἱ δ' ἅμα πάντες [[σύνδυο]] κοιμήσαντο», Ύμν. Αφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>δύο</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=οι, τα / [[σύνδυο]], οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και [[συδυό]] και συνδυό Ν<br />ανά δύο, δυο δυο, [[κατά]] ζεύγη («oἱ δ' ἅμα πάντες [[σύνδυο]] κοιμήσαντο», Ύμν. Αφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>δύο</i>].
|mltxt=οι, τα / [[σύνδυο]], οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και [[συδυό]] και συνδυό Ν<br />ανά δύο, δυο δυο, [[κατά]] ζεύγη («oἱ δ' ἅμα πάντες [[σύνδυο]] κοιμήσαντο», Ύμν. Αφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>δύο</i>].
}}
}}

Revision as of 12:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνδυο Medium diacritics: σύνδυο Low diacritics: σύνδυο Capitals: ΣΥΝΔΥΟ
Transliteration A: sýndyo Transliteration B: syndyo Transliteration C: syndyo Beta Code: su/nduo

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά,

   A two together, two and two, in pairs, h.Ven.74, Pi. P.3.81, Hdt.4.66, Hyp.Eux.16, Pl.Lg.962e, IG22.1671.21 (iv B.C.), etc.; ἀνὰ σύνδυο Gal.6.216; κατὰ σύνδυο ib.214, UP15.4; σύνδυο unaltered in dat., Plb.8.4.2.--For Il.10.224, v. συνέρχομαι 1.

German (Pape)

[Seite 1009] οἱ, αἱ, τά, je zwei, zwei zusammen, paarweise, H. h. Ven. 74; Her. 4, 66; Plat. Tim. 54 d u. öfter; Xen. An. 6, 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σύνδυο: οἱ, αἱ, τά, δύο ὁμοῦ, ἀνὰ δύο, κατὰ ζεύγη, Λατ. bini, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 74, Πινδ. Π. 3. 146, Ἡρόδ. 4. 66, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 29, Πλάτ., κλπ.· σύνδυο ἀμετάβλ. ἐν τῇ δοτ., Πολύβ. 8. 6, 2. ― Περὶ τοῦ χωρίου τῆς Ἰλ. Κ. 224, ἴδε ἐν λ. συνέρχομαι Ι.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
deux ensemble, deux à deux.
Étymologie: σύν, δύο.

English (Slater)

σύνδῠο
   1 two together ἓν παρ' ἐσλὸν πήματα σύνδυο δαίονται βροτοῖς ἀθάνατοι (P. 3.81)

Greek Monolingual

οι, τα / σύνδυο, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και συδυό και συνδυό Ν
ανά δύο, δυο δυο, κατά ζεύγη («oἱ δ' ἅμα πάντες σύνδυο κοιμήσαντο», Ύμν. Αφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δύο].

Greek Monolingual

οι, τα / σύνδυο, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και συδυό και συνδυό Ν
ανά δύο, δυο δυο, κατά ζεύγη («oἱ δ' ἅμα πάντες σύνδυο κοιμήσαντο», Ύμν. Αφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δύο].