στρώτης: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που στρώνει και, [[κυρίως]], [[δούλος]] που ετοιμάζει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, που βάζει τα στρώματα και τα καλύμματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ε</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) με κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χύ</i>-<i>της</i>)].
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που στρώνει και, [[κυρίως]], [[δούλος]] που ετοιμάζει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, που βάζει τα στρώματα και τα καλύμματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ε</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) με κατάλ. -<i>της</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χύ</i>-<i>της</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρώτης:''' -ου, ὁ, αυτός που προετοιμάζει, που στρώνει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, [[θαλαμηπόλος]], [[καμαριέρης]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρώτης Medium diacritics: στρώτης Low diacritics: στρώτης Capitals: ΣΤΡΩΤΗΣ
Transliteration A: strṓtēs Transliteration B: strōtēs Transliteration C: strotis Beta Code: strw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one that spreads, esp. one that gets ready the beds and dinner couches, Heraclid.Cum.5, Plu.Pel.30.

German (Pape)

[Seite 957] ὁ, wie στρωτήρ, der Hinbreitende, bes. der die Bett- und Tischlager zurechtlegt und packt; Plut. Pelop. 30; Ath. II 48 d.

Greek (Liddell-Scott)

στρώτης: -ου, ὁ, (στρώννυμι) ὡς τὸ στρωτήρ, ὁ στρωννύων, μάλιστα ὁ παρασκευάζων τὰ κλίνας καὶ τὰ δειπνηστήρια ἀνάκλιντρα, Λατ. strator, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 48D, Πλουτ. Πελοπ. 30.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé au service des lits, des couvertures de lits ou de tables, etc.
Étymologie: στρώννυμι.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που στρώνει και, κυρίως, δούλος που ετοιμάζει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, που βάζει τα στρώματα και τα καλύμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ε-στρω-μαι) με κατάλ. -της (πρβλ. χύ-της)].

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που στρώνει και, κυρίως, δούλος που ετοιμάζει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, που βάζει τα στρώματα και τα καλύμματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα στερη- (βλ. λ. στρώνω) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν (πρβλ. παθ. παρακμ. ε-στρω-μαι) με κατάλ. -της (πρβλ. χύ-της)].

Greek Monotonic

στρώτης: -ου, ὁ, αυτός που προετοιμάζει, που στρώνει τα κρεβάτια και τα ανάκλιντρα, θαλαμηπόλος, καμαριέρης, σε Πλούτ.