συγκαταλύω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλύω]] [[μαζί]], [[καταστρέφω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στην Αθήνα) [[ανατρέπω]] το δημοκρατικό [[πολίτευμα]]<br /><b>3.</b> [[συντελώ]] στην [[ελάττωση]]<br /><b>4.</b> [[καταλύω]] με κάποιον στο ίδιο [[πανδοχείο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[συγκαταλύω]] τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — [[θέτω]] [[τέρμα]] στη ζωή μου [[μαζί]] με άλλον (Δίον. Αλ.).
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλύω]] [[μαζί]], [[καταστρέφω]] [[μαζί]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] στην Αθήνα) [[ανατρέπω]] το δημοκρατικό [[πολίτευμα]]<br /><b>3.</b> [[συντελώ]] στην [[ελάττωση]]<br /><b>4.</b> [[καταλύω]] με κάποιον στο ίδιο [[πανδοχείο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[συγκαταλύω]] τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — [[θέτω]] [[τέρμα]] στη ζωή μου [[μαζί]] με άλλον (Δίον. Αλ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταλύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[συμμετέχω]] ή [[βοηθώ]] στην [[καταστροφή]] ή την [[κατάλυση]], <i>τὸν δῆμον</i>, σε Θουκ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 01:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλύω Medium diacritics: συγκαταλύω Low diacritics: συγκαταλύω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΥΩ
Transliteration A: synkatalýō Transliteration B: synkatalyō Transliteration C: sygkatalyo Beta Code: sugkatalu/w

English (LSJ)

   A help in undoing or putting down, τὸν δῆμον Th.8.68, And.1.101, Lys.16.5; put down also, κἀκεῖνον Plu.Pomp.67; σ. βίον ἅμα τινί D.H.Isoc.1; help to reduce, πληθώραν Gal.18(1).725; σ. τὴν δύναμιν ἑαυτῷ Id.15.607, cf. 16.598 (Pass.).    II intr., halt or stop for the night together, Plu.2.94a.    2 cease together with, Lib.Or.64.118.

German (Pape)

[Seite 965] mit od. zugleich auflösen; τὸν δῆμον, die demokratische Verfassung aufheben, Thuc. 8, 68; Lys. 16, 5. 30, 15, – intrans., mit einkehren, Plut. de am. mult. p. 290.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλύω: καταλύω, καταστρέφω ὁμοῦ, τὸν δῆμον Θουκ. 8. 68, Ἀνδοκ. 13. 39, Λυσί. 146. 7, κτλ.· μετ’ αἰτιατ. προσώπ., Πλουτ. Πομπ. 67· τελειώνω ὁμοῦ, ἅμα τοῖς ἀγαθοῖς τῆς πόλεως συγκαταλῦσαι τὸν ἑαυτοῦ βίον Διονύσ. Ἁλ. περὶ Ἰσοκρ. 1. ΙΙ. ἀμεταβ., καταλύω μετά τινος ἐν τῷ αὐτῷ πανδοκείῳ, ὥσπερ νῦν πολλοὶ φίλοι λεγόμενοι συμπιόντες ἅπαξ ἢ συγκαταλύσαντες ἐκ πανδοκείου... φιλίαν συλλέγουσιν Πλούτ. 2. 94Α. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 532.

French (Bailly abrégé)

1 tr. aider à dissoudre, à détruire;
2 intr. faire une halte, s’arrêter qqe part avec qqn.
Étymologie: σύν, καταλύω.

Greek Monolingual

Α
1. καταλύω μαζί, καταστρέφω μαζί
2. (ιδίως στην Αθήνα) ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα
3. συντελώ στην ελάττωση
4. καταλύω με κάποιον στο ίδιο πανδοχείο
5. φρ. «συγκαταλύω τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — θέτω τέρμα στη ζωή μου μαζί με άλλον (Δίον. Αλ.).

Greek Monolingual

Α
1. καταλύω μαζί, καταστρέφω μαζί
2. (ιδίως στην Αθήνα) ανατρέπω το δημοκρατικό πολίτευμα
3. συντελώ στην ελάττωση
4. καταλύω με κάποιον στο ίδιο πανδοχείο
5. φρ. «συγκαταλύω τὸν ἐμαυτοῡ βίον» — θέτω τέρμα στη ζωή μου μαζί με άλλον (Δίον. Αλ.).

Greek Monotonic

συγκαταλύω: μέλ. -σω, συμμετέχω ή βοηθώ στην καταστροφή ή την κατάλυση, τὸν δῆμον, σε Θουκ. κ.λπ.