Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγκουφίζω: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους<br /><b>2.</b> [[συνεργώ]] ώστε να γίνει [[κάτι]] πιο ελαφρύ<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθώ]] κάποιον να μείνει στην [[επιφάνεια]] του νερού, να επιπλεύσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κουφίζω]] (II) «[[σηκώνω]], [[εγείρω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κοῦφος]] «[[άδειος]], [[ελαφρύς]]»)].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον ή άλλους<br /><b>2.</b> [[συνεργώ]] ώστε να γίνει [[κάτι]] πιο ελαφρύ<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθώ]] κάποιον να μείνει στην [[επιφάνεια]] του νερού, να επιπλεύσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κουφίζω]] (II) «[[σηκώνω]], [[εγείρω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κοῦφος]] «[[άδειος]], [[ελαφρύς]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκουφίζω:''' Αττ. μέλ. <i>-ιῶ</i>, [[σηκώνω]] από κοινού ώστε να ελαφρύνει το [[βάρος]], [[βοηθώ]] στο να κρατηθεί [[κάποιος]] πάνω από την [[επιφάνεια]] του νερού, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 20:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκουφίζω Medium diacritics: συγκουφίζω Low diacritics: συγκουφίζω Capitals: ΣΥΓΚΟΥΦΙΖΩ
Transliteration A: synkouphízō Transliteration B: synkouphizō Transliteration C: sygkoufizo Beta Code: sugkoufi/zw

English (LSJ)

   A help to lift or lighten, τὸ βάρος S.E.P.3.15; help to keep above water, τινα Luc.Tox.20, cf. DDeor.20.6.

German (Pape)

[Seite 969] mit erleichtern; Luc. D. D. 20, 6 Tox. 20, S. Em. pyrrh. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

συγκουφίζω: ὁμοῦ σηκώνω ἢ ἐλαφρύνω, τὸ βάρος Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 3. 15· βοηθῶ τινα ὥστε νὰ μένῃ ὑπεράνω τοῦ ὕδατος, συμπαρανήχεσθαι καὶ συγκουφίζειν Λουκ. Τόξ. 20, πρβλ. Θεῶν Διαλόγ. 20. 6.

French (Bailly abrégé)

contribuer à alléger, à soulager.
Étymologie: σύν, κουφίζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ
αρχ.
βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια του νερού, να επιπλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].

Greek Monolingual

ΜΑ
1. σηκώνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους
2. συνεργώ ώστε να γίνει κάτι πιο ελαφρύ
αρχ.
βοηθώ κάποιον να μείνει στην επιφάνεια του νερού, να επιπλεύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κουφίζω (II) «σηκώνω, εγείρω» (< κοῦφος «άδειος, ελαφρύς»)].

Greek Monotonic

συγκουφίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, σηκώνω από κοινού ώστε να ελαφρύνει το βάρος, βοηθώ στο να κρατηθεί κάποιος πάνω από την επιφάνεια του νερού, σε Λουκ.