συμπαραγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και συμπαραγίνομαι, Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) [[ωριμάζω]] ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]] («[[ὥστε]] ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ [[πρῶτος]] [[καρπὸς]] καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[βοηθώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]] να τρέξω να βοηθήσω κάποιον<br /><b>4.</b> [[φθάνω]] σε έναν [[τόπο]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους<br /><b>5.</b> [[παρουσιάζομαι]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παραγίγνομαι]] «[[παρουσιάζομαι]], [[παρευρίσκομαι]], [[ωριμάζω]]»].
|mltxt=και συμπαραγίνομαι, Α<br /><b>(αποθ.)</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) [[ωριμάζω]] ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]] («[[ὥστε]] ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ [[πρῶτος]] [[καρπὸς]] καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι [[κοντά]], [[βοηθώ]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[έτοιμος]] να τρέξω να βοηθήσω κάποιον<br /><b>4.</b> [[φθάνω]] σε έναν [[τόπο]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους<br /><b>5.</b> [[παρουσιάζομαι]] συγχρόνως με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[παραγίγνομαι]] «[[παρουσιάζομαι]], [[παρευρίσκομαι]], [[ωριμάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπαραγίγνομαι:''' μέλ. -[[γενήσομαι]], αποθ., [[γίνομαι]] [[έτοιμος]] συγχρόνως, λέγεται για καρπούς που ωριμάζουν, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέκομαι]] στο [[πλευρό]] κάποιου, [[έρχομαι]] να τον βοηθήσω, [[συμπαρίσταμαι]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαραγίγνομαι Medium diacritics: συμπαραγίγνομαι Low diacritics: συμπαραγίγνομαι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΑΓΙΓΝΟΜΑΙ
Transliteration A: symparagígnomai Transliteration B: symparagignomai Transliteration C: symparagignomai Beta Code: sumparagi/gnomai

English (LSJ)

   A to be ready at the same time, of crops ripening, Hdt.4.199.    2 arrive or be present at the same time, PSI5.502.24 (iii B.C.); come together, Ev.Luc.23.48.    3 come together with, of planets, Vett.Val.64.22.    II stand by another, τινι D.59.72, v.l. in 2 Ep.Ti.4.16; come in to assist, Th.2.82, 6.92.

German (Pape)

[Seite 984] (s. γίγνομαι), mit od. zugleich ankommen; von der Erndte, Her. 4, 199; Thuc. 2, 82. 6, 92; Dem. 59, 72, wie adesse, beistehen; u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραγίγνομαι: ἀποθ., εἶμαι συγχρόνως ἕτοιμος, ἐπὶ καρπῶν ὡριμαζόντων, Ἡρόδ. 4. 199. ΙΙ. συμπαραστατῶ, συμπαρευρίσκομαι, τινι Δημ. 1369. 17· ἔρχομαι εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 28., 6. 92.

French (Bailly abrégé)

1 se présenter ou apparaître en même temps;
2 se tenir auprès de, τινι ; assister, τινι.
Étymologie: σύν, παραγίγνομαι.

Greek Monolingual

και συμπαραγίνομαι, Α
(αποθ.)
1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλοὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.)
2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον
3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω κάποιον
4. φθάνω σε έναν τόπο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους
5. παρουσιάζομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραγίγνομαι «παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι, ωριμάζω»].

Greek Monolingual

και συμπαραγίνομαι, Α
(αποθ.)
1. (για καρπούς) ωριμάζω ταυτόχρονα με κάποιον άλλοὥστε ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπὸς καὶ ὁ τελευταῑος συμπαραγίνεται», Ηρόδ.)
2. βρίσκομαι κοντά, βοηθώ κάποιον
3. είμαι έτοιμος να τρέξω να βοηθήσω κάποιον
4. φθάνω σε έναν τόπο μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή κάποιους άλλους
5. παρουσιάζομαι συγχρόνως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραγίγνομαι «παρουσιάζομαι, παρευρίσκομαι, ωριμάζω»].

Greek Monotonic

συμπαραγίγνομαι: μέλ. -γενήσομαι, αποθ., γίνομαι έτοιμος συγχρόνως, λέγεται για καρπούς που ωριμάζουν, σε Ηρόδ.
II. στέκομαι στο πλευρό κάποιου, έρχομαι να τον βοηθήσω, συμπαρίσταμαι, σε Θουκ.