συνεξετάζω: Difference between revisions

From LSJ

πεσούσης νυκτός, πάσα γυνὴ Λαΐς εστί → at nightfall, every woman is a Laïs | all cats are gray at night | all cats are gray by night | all cats are gray in the dark | all cats are grey at night | all cats are grey by night | all cats are grey in the dark | all women look the same with the lights off | when lights are out all women look the same

Source
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ερευνώ]] από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[κάτι]] παράλληλα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι συνεξεταζόμενοι</i><br />αυτοί που εξετάζονται [[μαζί]] σε μια [[άσκηση]] γνώσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεξετάζομαι</i><br />[[αμιλλώμαι]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ συνεξεταζόμενοι [[μετά]] τινος» — αυτοί που ανήκουν στην [[ίδια]] [[παράταξη]] με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ<br />[[ερευνώ]] από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξετάζω]] [[κάτι]] παράλληλα με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οι συνεξεταζόμενοι</i><br />αυτοί που εξετάζονται [[μαζί]] σε μια [[άσκηση]] γνώσεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνεξετάζομαι</i><br />[[αμιλλώμαι]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οἱ συνεξεταζόμενοι [[μετά]] τινος» — αυτοί που ανήκουν στην [[ίδια]] [[παράταξη]] με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεξετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[διερευνώ]] ή [[εξετάζω]] μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι [[μετά]] τινος ή <i>τινι</i>, [[πολιτική]] [[φατρία]] του, [[μέλη]] της πολιτικής του παράταξης, οπαδοί του, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξετάζω Medium diacritics: συνεξετάζω Low diacritics: συνεξετάζω Capitals: ΣΥΝΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: synexetázō Transliteration B: synexetazō Transliteration C: syneksetazo Beta Code: suneceta/zw

English (LSJ)

   A search out and examine along with or together, Pl.Lg.900d, Ph.2.197, Iamb.Comm. Math.14:—Pass., to be reckoned with or among, οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος or τινι his party or adherents, D.21.127,190, cf. Luc.Pr. Im.15; but also συνεξετάζεσθαί τινι measure oneself with one, rival him, Alciphr.3.54.

Greek (Liddell-Scott)

συνεξετάζω: ἐξετάζω, ἐρευνῶ ὁμοῦ μετά τινος, Πλάτ. Νόμ. 900D ― Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ἢ τινι, οἱ τῆς αὐτῆς μερίδος, οἱ ὀπαδοὶ αὐτοῦ, Δημ. 556. 16., 576. 12, πρβλ. Λουκ. Εἰκόν. 15· ― ὡσαύτως, συνεξετάζομαί τινι, ἐξετάζομαι ὁμοῦ μετά τινος, μετροῦμαι πρός τινα, ἁμιλλῶμαι πρός τινα, Ἀντιφῶν 3. 54.

French (Bailly abrégé)

I. rechercher ou examiner ensemble;
II. Pass. 1 se faire rechercher ou poursuivre en justice avec, τινι;
2 être mis au rang de, être du parti de, τινι;
3 se comparer à, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξετάζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)
νεοελλ.
1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι
αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων
αρχ.
1. μέσ. συνεξετάζομαι
αμιλλώμαι προς κάποιον
2. φρ. «οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος» — αυτοί που ανήκουν στην ίδια παράταξη με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (Δημοσθ.).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
ερευνώ από κοινού με κάποιον («συνεξετάζοντες πάσας τὰς ἐκδόσεις ἀλλήλαις», Ωριγ.)
νεοελλ.
1. εξετάζω κάτι παράλληλα με κάτι άλλο
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οι συνεξεταζόμενοι
αυτοί που εξετάζονται μαζί σε μια άσκηση γνώσεων
αρχ.
1. μέσ. συνεξετάζομαι
αμιλλώμαι προς κάποιον
2. φρ. «οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος» — αυτοί που ανήκουν στην ίδια παράταξη με άλλους, οι οπαδοί κάποιου (Δημοσθ.).

Greek Monotonic

συνεξετάζω: μέλ. -σω, διερευνώ ή εξετάζω μαζί ή από κοινού με κάποιον, σε Πλάτ. — Παθ., οἱ συνεξεταζόμενοι μετά τινος ή τινι, πολιτική φατρία του, μέλη της πολιτικής του παράταξης, οπαδοί του, σε Δημ.