φατειός: Difference between revisions
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(44) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (συν. σε φρ. με [[άρνηση]]) <i>οὐ [[φατειός]]<br />(για [[φοβερά]] πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. <i>φα</i>-<i>τειός</i>, σχηματισμένος από το θ. <i>φᾰ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[φημί]], αποτελεί το αρχαιότερο [[παράδειγμα]] ρηματ. επιθ. σε -<i>τεος</i>. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[δίφθογγος]] -<i>ει</i>- του τ. η οποία δεν [[πρέπει]] να ερμηνευθεί ως [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης, [[αλλά]] οφείλεται στο ότι το επίθ. [[φατειός]] έχει</i> προέλθει από ένα θηλ. ουσ. σε -<i>t</i>(<i>e</i>)<i>i</i>- (<b>πρβλ.</b> και τον μυκηναϊκό τ. <i>qetejo</i> <span style="color: red;">+</span> <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i>-<i>τειον</i> του ρ. [[τίνω]])]. | |mltxt=-ά, -όν, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) (συν. σε φρ. με [[άρνηση]]) <i>οὐ [[φατειός]]<br />(για [[φοβερά]] πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Ο τ. <i>φα</i>-<i>τειός</i>, σχηματισμένος από το θ. <i>φᾰ</i>- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. [[φημί]], αποτελεί το αρχαιότερο [[παράδειγμα]] ρηματ. επιθ. σε -<i>τεος</i>. Αξιοσημείωτη [[είναι]] η [[δίφθογγος]] -<i>ει</i>- του τ. η οποία δεν [[πρέπει]] να ερμηνευθεί ως [[αποτέλεσμα]] μετρικής έκτασης, [[αλλά]] οφείλεται στο ότι το επίθ. [[φατειός]] έχει</i> προέλθει από ένα θηλ. ουσ. σε -<i>t</i>(<i>e</i>)<i>i</i>- (<b>πρβλ.</b> και τον μυκηναϊκό τ. <i>qetejo</i> <span style="color: red;">+</span> <i>k</i><sup>w</sup><i>ei</i>-<i>τειον</i> του ρ. [[τίνω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φᾰτειός:''' -ά, -όν, Επικ. αντί [[φατέος]], οὔ τι [[φατειός]], [[ανέκφραστος]], [[ανείπωτος]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
η, όν,
A speakable, οὔ τι φατειός unutterable, unspeakable, of horrid objects, Κέρβερος, Φόβος, ὄφιες, Hes.Th.310, Sc.144, 161; φάσμα καρτερὸν οὔ τι φ. Menoph.Damasc. ap. Stob.4.21.7.
German (Pape)
[Seite 1258] poet. = φατέος, οὔτι φατειός, unaussprechlich, unsäglich, erschrecklich, nur Hes. Th. 310 Sc. 144. 161.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰτειός: -ά, -όν, Ἐπικ. ἀντὶ φατέος, ἔτικτεν ἀμήχανον, οὔτι φατειόν, Κέρβερον, δηλ. οὐκ ὀνομαστόν, δυσώνυμον, ἐπὶ φοβερῶν ὄντων, Ἡσ. Θεογ. 310, Ἀσπ. Ἡρ. 144, 161· φάσμα καρτερὸν οὔτι φατειὸν Μηνόφιλος παρὰ Στοβ. 407. 21.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qu’on peut dire, slmt dans la locut. nég. οὔ τι φατειός indicible ; terrible.
Étymologie: adj. verb. poét. de φημί.
Greek Monolingual
-ά, -όν, Α
(επικ. τ.) (συν. σε φρ. με άρνηση) οὐ φατειός
(για φοβερά πράγματα) αυτός που δεν μπορεί να λεχθεί, να κατονομαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φα-τειός, σχηματισμένος από το θ. φᾰ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φημί, αποτελεί το αρχαιότερο παράδειγμα ρηματ. επιθ. σε -τεος. Αξιοσημείωτη είναι η δίφθογγος -ει- του τ. η οποία δεν πρέπει να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα μετρικής έκτασης, αλλά οφείλεται στο ότι το επίθ. φατειός έχει προέλθει από ένα θηλ. ουσ. σε -t(e)i- (πρβλ. και τον μυκηναϊκό τ. qetejo + kwei-τειον του ρ. τίνω)].
Greek Monotonic
φᾰτειός: -ά, -όν, Επικ. αντί φατέος, οὔ τι φατειός, ανέκφραστος, ανείπωτος, σε Ησίοδ.