Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑποστάθμη: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑποστάθμη]], ΝΑ<br />τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα του δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. [[ίζημα]] ή [[κατακάθι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> η [[υποστιβάδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθρωπος]] της κατώτερης [ή της τελευταίας] υποστάθμης» — [[άνθρωπος]] κατώτατου ηθικού ποιού, [[φαυλεπίφαυλος]], [[αχρείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βάση]], [[θεμέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]]].
|mltxt=η / [[ὑποστάθμη]], ΝΑ<br />τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα του δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. [[ίζημα]] ή [[κατακάθι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> η [[υποστιβάδα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[άνθρωπος]] της κατώτερης [ή της τελευταίας] υποστάθμης» — [[άνθρωπος]] κατώτατου ηθικού ποιού, [[φαυλεπίφαυλος]], [[αχρείος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βάση]], [[θεμέλιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στάθμη]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑποστάθμη:''' ἡ, = [[ὑπόστασις]], [[κατακάθι]], [[ίζημα]], [[τρυγία]], σε Πλάτ.· <i>ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ</i>, in facere Romuli, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποστάθμη Medium diacritics: ὑποστάθμη Low diacritics: υποστάθμη Capitals: ΥΠΟΣΤΑΘΜΗ
Transliteration A: hypostáthmē Transliteration B: hypostathmē Transliteration C: ypostathmi Beta Code: u(posta/qmh

English (LSJ)

ἡ,

   A foundation, D.S.3.44 (pl.).    II = ὐπόστασις B. 1.1, sediment, Pl.Phd.109c, Protagorid.4, Dsc.5.103, Plu.2.130b, etc.; ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, as a translation of Cicero's in faece Romuli, Plu.Phoc.3, cf. Cic.Att.2.1.8; ὑ. τροφῆς, almost = περίττωμα, Hp. Vict.2.45; of matter, ἡ πάντων ὑ. Dam.Pr.36, cf. Zeno Stoic.1.29, Procl. in Alc.p.181 C.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποστάθμη: ἡ, θεμέλιον, ἡ νῆσος... παλαιῶν ἔχει οἰκιῶν λιθίνας ὑποστάθμας Διόδ. 3. 44. ΙΙ. = ὑπόστασις Β΄, κοινῶς «καταπάτι», Πλάτ. Φαίδων 109C, Πρωταγορίδ. παρ’ Ἀθην. 124E, Διοσκ. 5. 120, Πλούτ., κλπ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, ὡς μετάφρασις τοῦ Κικερωνείου in faece Romuli, Πλουτ. Φωκ. 3, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt, sédiment.
Étymologie: ὑπό, στάθμη.

Greek Monolingual

η / ὑποστάθμη, ΝΑ
τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα του δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι
νεοελλ.
1. φυσ.-χημ. η υποστιβάδα
2. φρ. «άνθρωπος της κατώτερης [ή της τελευταίας] υποστάθμης» — άνθρωπος κατώτατου ηθικού ποιού, φαυλεπίφαυλος, αχρείος
αρχ.
βάση, θεμέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στάθμη].

Greek Monotonic

ὑποστάθμη: ἡ, = ὑπόστασις, κατακάθι, ίζημα, τρυγία, σε Πλάτ.· ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ, in facere Romuli, σε Πλούτ.