συνομολογώ: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(40)
 
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνομολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α [[ὁμολογῶ]]<br />[[έρχομαι]] σε [[συνεννόηση]] με κάποιον, [[συνάπτω]] [[συμφωνία]], [[συνάπτω]] [[συνθήκη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για συνομιλητές) [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]] και εγώ [[κάτι]] («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῡμεν [[πάντα]] [[εἶναι]] ταῡτα καλά», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] («συνωμολόγησας δασμὸν οἴσειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνομολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>- συσχετίζομαι.
|mltxt=συνομολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α [[ὁμολογῶ]]<br />[[έρχομαι]] σε [[συνεννόηση]] με κάποιον, [[συνάπτω]] [[συμφωνία]], [[συνάπτω]] [[συνθήκη]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(για συνομιλητές) [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]] και εγώ [[κάτι]] («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῡμεν [[πάντα]] [[εἶναι]] ταῦτα καλά», Μηναί.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συμφωνώ]] με κάποιον<br /><b>2.</b> [[υπόσχομαι]] («συνωμολόγησας δασμὸν οἴσειν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συνομολογοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i>- συσχετίζομαι.
}}
}}

Revision as of 15:50, 25 July 2021

Greek Monolingual

συνομολογῶ, -έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνομολογώ Α ὁμολογῶ
έρχομαι σε συνεννόηση με κάποιον, συνάπτω συμφωνία, συνάπτω συνθήκη
μσν.-αρχ.
(για συνομιλητές) αναγνωρίζω, παραδέχομαι και εγώ κάτι («περὶ δικαιοσύνης πάντες πως ξυνομολογοῡμεν πάντα εἶναι ταῦτα καλά», Μηναί.)
αρχ.
1. συμφωνώ με κάποιον
2. υπόσχομαι («συνωμολόγησας δασμὸν οἴσειν», Ξεν.)
3. μέσ. συνομολογοῦμαι, -έομαι- συσχετίζομαι.