ταυροπάτωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ορος, ό, ἡ, Α<br />(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>πατρο</i>-[[πάτωρ]].
|mltxt=-ορος, ό, ἡ, Α<br />(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πάτωρ]] (<span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]]), <b>πρβλ.</b> <i>πατρο</i>-[[πάτωρ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ταυροπάτωρ:''' [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ ([[πατήρ]]), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροπάτωρ Medium diacritics: ταυροπάτωρ Low diacritics: ταυροπάτωρ Capitals: ΤΑΥΡΟΠΑΤΩΡ
Transliteration A: tauropátōr Transliteration B: tauropatōr Transliteration C: tavropator Beta Code: tauropa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ,

   A sprung from a bull, of bees, Theoc. Syrinx 3.

German (Pape)

[Seite 1074] ορος, einen Stier zum Vater habend, Syrinx, Theocr. syr. (XV, 21).

Greek (Liddell-Scott)

ταυροπάτωρ: [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, ἐκ τοῦ ταύρου γεννηθείς, λαβὼν τὴν ζωήν, ἐπὶ μελισσῶν, Θεοκρ. Σῦριγξ ἐν Ἀνθ. Π. 15. 21· πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 554 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui a pour père un taureau.
Étymologie: ταῦρος, πατήρ.

Greek Monolingual

-ορος, ό, ἡ, Α
(για τις μέλισσες) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. πατρο-πάτωρ.

Greek Monotonic

ταυροπάτωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ, ἡ (πατήρ), γεννημένος από ταύρο, λέγεται για τις μέλισσες, σε Θεόκρ.