τρωγάλια: Difference between revisions
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
(42) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τα, ΝΑ<br />οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρωγ</i>- του [[τρώγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άλια</i>, πληθ. του -<i>άλιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροφ</i>-<i>άλιον</i>)]. | |mltxt=τα, ΝΑ<br />οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τρωγ</i>- του [[τρώγω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άλια</i>, πληθ. του -<i>άλιον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τροφ</i>-<i>άλιον</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρωγάλια:''' τά ([[τρώγω]]), καρποί που τρώγονται στο [[τέλος]] του δείπνου ως [[επιδόρπιο]], σύκα, καρύδια, ζαχαρωτά, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰλ], τά, (τρώγω)
A fruits eaten at dessert, figs, nuts, etc., like τραγήματα (which is the older word, acc. to Arist.Fr.104 (where sg. -αλίου)), Ar.Pax772, Pl.798, IG12(5).647.12 (Ceos, iii B. C.), Poll. 6.79:—sg. also in Pi.Fr.124, Phld.Mus.p.76 K., Plu.2.133c.—Adj. τρωγ-άλιος, = τρωκτός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τρωγάλια: τά, (τρώγω) καρποὶ τρωγόμενοι κατὰ τὸ τέλος τοῦ δείπνου ὡς ἐπιδορπίσματα, οἷον ἰσχάδες, σῦκα, κάρυα, μέσπιλα, ἀμυγδάλαι, κάρυα Περσικά, κλπ., ὡς τὸ τραγήματα (ὅπερ εἶναι ἡ παλαιοτέρα ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ πράγματος λέξις κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἀποσπ. 100), Ἀριστοφ. Εἰρ. 772, Πλ. 798, Πολυδ. ϛʹ, 79· - ἐνίοτε ἐν τῷ ἑνικῷ, οἷον ἐν Πινδ. Ἀποσπ. 94, ἐν Πλουτ. 2. 133C. - Τὸ ἐπίθετ. τρωγάλιος, = τρωκτός, μνημονεύεται παρ’ Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τα, ΝΑ
οπωρικά και άλλα εδέσματα που τρώγονται ωμά ή και αποξηραμένα ως επιδόρπια, όπως λ.χ. καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, στραγάλια, σύκα κ.ά., αλλ. τραγήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωγ- του τρώγω + κατάλ. -άλια, πληθ. του -άλιον (πρβλ. τροφ-άλιον)].
Greek Monotonic
τρωγάλια: τά (τρώγω), καρποί που τρώγονται στο τέλος του δείπνου ως επιδόρπιο, σύκα, καρύδια, ζαχαρωτά, σε Αριστοφ.