Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φονολιβής: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στάζει [[αίμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φονολιβὴς τύχα» — [[φόνος]], [[ανθρωποκτονία]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείβω]] «[[στάζω]]»)].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που στάζει [[αίμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «φονολιβὴς τύχα» — [[φόνος]], [[ανθρωποκτονία]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λιβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λείβω]] «[[στάζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φονολῐβής:''' -ές ([[λίβος]]), αυτός που στάζει [[αίμα]], [[αιμοσταγής]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φονολῐβής Medium diacritics: φονολιβής Low diacritics: φονολιβής Capitals: ΦΟΝΟΛΙΒΗΣ
Transliteration A: phonolibḗs Transliteration B: phonolibēs Transliteration C: fonolivis Beta Code: fonolibh/s

English (LSJ)

ές,

   A blood-dripping, θρόνος A.Eu.164 (lyr.); φ. τύχα murder, Id.Ag.1427 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1298] ές, von Mord, Blut triefend, Aesch. Ag. 1402 Eum. 158.

Greek (Liddell-Scott)

φονολῐβής: -ές, ὁ στάζων αἷμα, θρόμβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 164· φ. τύχη, φόνος, ἀνθρωποκτονία, ἀναίρεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1427.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dégouttant de sang (litt. de meurtre).
Étymologie: φόνος, λείβω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που στάζει αίμα
2. φρ. «φονολιβὴς τύχα» — φόνος, ανθρωποκτονία (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -λιβής (< λείβω «στάζω»)].

Greek Monotonic

φονολῐβής: -ές (λίβος), αυτός που στάζει αίμα, αιμοσταγής, σε Αισχύλ.