φθίνασμα: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ελάττωση]]<br /><b>2.</b> [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φθίνασμα]] ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[δύση]] του ηλίου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐν</i>- του ρ. [[φθίνω]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ασμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἁγί</i>-<i>ασμα</i>, <i>χόρτ</i>-<i>ασμα</i>)].
|mltxt=-άσματος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ελάττωση]]<br /><b>2.</b> [[εξαφάνιση]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[φθίνασμα]] ἡλίου»<br />(στην [[ποίηση]]) η [[δύση]] του ηλίου (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φθῐν</i>- του ρ. [[φθίνω]], [[κατά]] τα ουδ. σε -<i>ασμα</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἁγί</i>-<i>ασμα</i>, <i>χόρτ</i>-<i>ασμα</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φθίνασμα:''' [ῐ], -ατος, τό, όπως από το <i>φθινάζω</i>, [[κατάπτωση]], [[βούλιαγμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐνασμα Medium diacritics: φθίνασμα Low diacritics: φθίνασμα Capitals: ΦΘΙΝΑΣΜΑ
Transliteration A: phthínasma Transliteration B: phthinasma Transliteration C: fthinasma Beta Code: fqi/nasma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A declining, sinking, ἡλίου φθινασμάτων A.Pers.232 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1271] τό, 1) das Abnehmen, Schwinden, ἡλίου, das Hinschwinden, Untergehen der Sonne, Aesch. Pers. 228. – 2) Verzehrung, Auszehrung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φθίνασμα: [ῐ], τό, ὥσπερ ἐκ ῥήματ. φθινάζω, δύσις, ἡλίου φθινάσμασιν (ὡς ὁ Δινδ. ἀναγινώσκει ἐκ τοῦ Ἡσυχ.), Αἰσχύλου Πέρσ. 232.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
déclin ou décours d’un astre.
Étymologie: φθίνω.

Greek Monolingual

-άσματος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. ελάττωση
2. εξαφάνιση
3. φρ. «φθίνασμα ἡλίου»
(στην ποίηση) η δύση του ηλίου (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- του ρ. φθίνω, κατά τα ουδ. σε -ασμα (πρβλ. ἁγί-ασμα, χόρτ-ασμα)].

Greek Monotonic

φθίνασμα: [ῐ], -ατος, τό, όπως από το φθινάζω, κατάπτωση, βούλιαγμα, σε Αισχύλ.