φορτηγός: Difference between revisions
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(45) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό / [[φορτηγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό [[πλοίο]]» β. «φορτηγὸς ναῡς», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φορτηγό</i><br />[[αυτοκίνητο]] [[τροχοφόρο]] όχημα [[μεγάλης]] μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη [[μεταφορά]] βαρέων φορτίων<br />(αρχ) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα, [[έμπορος]] («[[ναυβάτης]] [[φορτηγός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόρτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |mltxt=-ό / [[φορτηγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό [[πλοίο]]» β. «φορτηγὸς ναῡς», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το φορτηγό</i><br />[[αυτοκίνητο]] [[τροχοφόρο]] όχημα [[μεγάλης]] μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη [[μεταφορά]] βαρέων φορτίων<br />(αρχ) (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα, [[έμπορος]] («[[ναυβάτης]] [[φορτηγός]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φόρτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηγός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>στρατ</i>-<i>ηγός</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φορτηγός:''' ὁ ([[ἄγω]]), αυτός που μεταφέρει φορτία, [[μεταφορέας]], [[έμπορος]], σε Θέογν., Πολύβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A one who carries cargoes, merchant, Thgn.679, Simon.178: as Adj., ναυβάτης φ. A.Fr. 263; ἄνδρες φ. Metag.4 (hex.); ἄκατοι Critias Fr.2.12D.; νῆες Plb. 1.52.6, 5.68.4, etc.; πλοῖα D.S.14.55, 20.85.
German (Pape)
[Seite 1301] lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; ναυβάτης Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.
Greek (Liddell-Scott)
φορτηγός: -όν, ὁ μεταφέρων φορτία, ἔμπορος, Θέογν. 679, Σιμωνίδ. (;) 181· ναυβάτης φ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 256· αὐλητρίδας, αἵ τε τάχιστα ἀνδρῶν φορτηγῶν ὑπὸ γούνατα μισθοῦ ἔλυσαν Μεταγένης ἐν «Αὔραις» 1· φ. ναῦς (ἴδε φορτηγικὸς) Πολύβ. 1. 52, 6., 5. 68, 4, κλπ.,· πλοῖον Διόδ. 14. 55., 20. 85. ― Ἰδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 149.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui transporte des marchandises par mer : ναῦς ou πλοῖον vaisseau de transport, cargo.
Étymologie: φόρτος, ἄγω.
Greek Monolingual
-ό / φορτηγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που μεταφέρει φορτία, εμπορεύματα (α. «φορτηγό πλοίο» β. «φορτηγὸς ναῡς», Πολυδ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το φορτηγό
αυτοκίνητο τροχοφόρο όχημα μεγάλης μεταφορικής ικανότητας προοριζόμενο για τη μεταφορά βαρέων φορτίων
(αρχ) (για πρόσ.) αυτός που μεταφέρει εμπορεύματα, έμπορος («ναυβάτης φορτηγός», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
φορτηγός: ὁ (ἄγω), αυτός που μεταφέρει φορτία, μεταφορέας, έμπορος, σε Θέογν., Πολύβ.