Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
(42)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑλακτῶ]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στο [[γάβγισμα]] ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών κυνικών φιλοσόφων.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑλακτῶ]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στο [[γάβγισμα]] ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών κυνικών φιλοσόφων.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλακτικός:''' (ῠ) беспрестанно лающий, брехливый ([[κύων]] Arst., перен. Luc.).
}}
}}

Revision as of 05:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλακτικός Medium diacritics: ὑλακτικός Low diacritics: υλακτικός Capitals: ΥΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hylaktikós Transliteration B: hylaktikos Transliteration C: ylaktikos Beta Code: u(laktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to bark, Arist.Phgn.807a19, Luc. Bis Acc.33; ζῷον Ph.1.352.

German (Pape)

[Seite 1176] bellend, zum Bellen geneigt; Luc. bis acc. 33; Erkl. von ὑλακόμωρος in Schol.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλακτικός: [ῠ], ή, όν, διατεθειμένος νὰ ὑλακτῇ, ὁ ἀγαπῶν νὰ γαυγύζῃ, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 15, Λουκ. Δὶς κατηγ. 33.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aboie facilement.
Étymologie: ὑλακτέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑλακτῶ
1. επιρρεπής στο γάβγισμα ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς
2. μτφ. χαρακτηρισμός τών κυνικών φιλοσόφων.

Russian (Dvoretsky)

ὑλακτικός: (ῠ) беспрестанно лающий, брехливый (κύων Arst., перен. Luc.).