υπτιάζω: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(44)
 
m (Text replacement - "Πολυδ" to "Πολυδ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπτιάζω]] ΝΜΑ [[ὕπτιος]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξαπλώνω]] [[ανάσκελα]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ύπτια [[θέση]], [[ξαπλώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάσκελα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεροπτικό («ἡ [[τύχη]] ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατώνω]], [[διαταράσσω]] («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν [[γαστέρα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμπεριφέρομαι]] με [[έπαρση]], με [[αλαζονεία]]<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]] («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο, [[υποτάσσω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπτιάζομαι</i><br />(για ακτίνες φωτός) [[αποκλίνω]], εκτρέπομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάζων [[βόλος]]» — [[ατυχής]] [[ρίψη]] βόλου στο [[παιχνίδι]] με τα ζάρια (<b>[[Πολυδ]].</b>).
|mltxt=[[ὑπτιάζω]] ΝΜΑ [[ὕπτιος]]<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[ξαπλώνω]] [[ανάσκελα]]<br /><b>2.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] σε ύπτια [[θέση]], [[ξαπλώνω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[ανάσκελα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>(μτβ.)</b> [[καθιστώ]] κάποιον υπεροπτικό («ἡ [[τύχη]] ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανακατώνω]], [[διαταράσσω]] («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν [[γαστέρα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαλαρώνω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συμπεριφέρομαι]] με [[έπαρση]], με [[αλαζονεία]]<br />β) [[είμαι]] [[αμελής]], [[αδιαφορώ]] («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br />γ) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο, [[υποτάσσω]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπτιάζομαι</i><br />(για ακτίνες φωτός) [[αποκλίνω]], εκτρέπομαι<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ὑπτιάζων [[βόλος]]» — [[ατυχής]] [[ρίψη]] βόλου στο [[παιχνίδι]] με τα ζάρια (<b>Πολυδ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 28 March 2021

Greek Monolingual

ὑπτιάζω ΝΜΑ ὕπτιος
1. (αμτβ.) ξαπλώνω ανάσκελα
2. θέτω κάποιον ή κάτι σε ύπτια θέση, ξαπλώνω κάποιον ή κάτι ανάσκελα
μσν.
(μτβ.) καθιστώ κάποιον υπεροπτικό («ἡ τύχη ὑπτιάζει τινά», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
1. ανακατώνω, διαταράσσω («ὑπτιάζειν καὶ ἀνατρέπειν τὴν γαστέρα», Γαλ.)
2. χαλαρώνω
3. μτφ. α) συμπεριφέρομαι με έπαρση, με αλαζονεία
β) είμαι αμελής, αδιαφορώ («ὑπτιάζειν πρὸς τὴν τῶν πραγμάτων ἐπιμέλειαν», Ηρωδιαν.)
γ) καθιστώ κάποιον υποχείριο, υποτάσσω
4. παθ. ὑπτιάζομαι
(για ακτίνες φωτός) αποκλίνω, εκτρέπομαι
5. φρ. «ὑπτιάζων βόλος» — ατυχής ρίψη βόλου στο παιχνίδι με τα ζάρια (Πολυδ.).