χερμάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
(46)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[πέτρα]] για [[ρίψη]] [[εναντίον]] αντιπάλου, [[λίθος]] για [[βολή]] (α. «χερμαδίῳ... [[βλῆτο]] παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χερμαδίῳ<br />χειροπληθεῑ λίθῳ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερμάς]], -[[άδος]]. Η λ., πιθανότατα, [[πρέπει]] να ερμηνευθεί ως ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[χερμάδιος]], το οποίο, όμως, μαρτυρείται σε μτγν. [[κείμενα]]].
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[πέτρα]] για [[ρίψη]] [[εναντίον]] αντιπάλου, [[λίθος]] για [[βολή]] (α. «χερμαδίῳ... [[βλῆτο]] παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «χερμαδίῳ<br />χειροπληθεῑ λίθῳ».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χερμάς]], -[[άδος]]. Η λ., πιθανότατα, [[πρέπει]] να ερμηνευθεί ως ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. [[χερμάδιος]], το οποίο, όμως, μαρτυρείται σε μτγν. [[κείμενα]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χερμάδιον:''' [ᾰ], τό, [[μεγάλη]] [[πέτρα]], [[λίθος]] που χρησιμ. ως [[βλήμα]], σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερμάδιον Medium diacritics: χερμάδιον Low diacritics: χερμάδιον Capitals: ΧΕΡΜΑΔΙΟΝ
Transliteration A: chermádion Transliteration B: chermadion Transliteration C: chermadion Beta Code: xerma/dion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A large stone, boulder, such as were used for missiles by the heroes of the Il., ὀκριόεν 4.518; μεγάλα 11.265, cf. 14.410; ὁ δὲ χερμάδιον λάβε χειρὶ... μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ' ἄνδρε φέροιεν 5.302, 20.285; twice in Od., ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι βάλλον, of the Laestrygones, 10.121, cf. 21.371.    II = χερμάς 1, Aen. Tact.38.6.—Not a Dim. of χερμάς, but neut. of an Adj. χερμάδιος, ον, of the shape or size of a χερμάς, μολύβδαιναι χερμάδιοι leaden balls for arm-exercises, Luc.Lex.5.

German (Pape)

[Seite 1349] τό (eigtl. dim. von χερμάς, nach Andern neutr. vom Folgdn), ein Stein, Kiesel oder Feldstein, zum Werfen gebraucht; bei Hom. von beträchtlicher Größe, Il. 5, 302 ὁ δὲ χερμάδιον λάβε χειρί, μέγα ἔργον, ὃ ού δύο γ' ἀνδρε φέροιεν: vgl. 20, 285; μεγάλα 11, 265. 541; ἀ νδραχθέα Od. 10, 121; ὀκριόεις Il. 4, 518; öfters in der Vrbdg βάλε χερμαδίῳ.

Greek (Liddell-Scott)

χερμάδιον: [ᾰ], τό, = τῷ μεταγεν. χερμάς, μέγας λίθος, οἷοι ἦσαν οἱ ὑπὸ τῶν ἐν Ἰλ. ἡρώων ῥιπτόμενοι κατὰ τῶν πολεμίων, χερμαδίῳ γὰρ βλῆτο κατὰ σφυρὸν ὀκριόεντι κνήμην, δεξιτερὴν Δ. 518· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἦσαν ὀγκώδεις, μεγάλοισί τε χερμαδίοισιν Λ. 265, 511, πρβλ. Ξ. 410· ὁ δὲ χερμάδιον λάβε χειρί …, μέγα ἔργον, ὃ οὐ δύο γ’ ἄνδρε φέροιεν Ε. 302., Υ. 285· ἅπαξ ἐν τῇ Ὀδ., ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι βάλλον, ἐπὶ τῶν γιγάντων Λαιστρυγόνων, οἵτινες ἐρριπτον ὀγκωδεστάτους λίθους κατὰ τῶν πλοίων τοῦ Ὀδυσσέως, Κ. 121. Δὲν εἶναι ὑποκορ. τοῦ χερμάς, ἀλλ’ οὐδ. ἐπιθέτου χερμάδιος, ον, ὁ ἔχων τὸ σχῆμα καὶ τὸ μέγεθος χερμάδος· μολύβδαιναι χερμάδιοι, σφαῖραι ἐκ μολύβδου χρησιμεύουσαι ὡς βλήματα, Λουκ. Λεξιφ. 6. - Καθ’ Ἡσύχ. «χερμαδίῳ· χειροπληθεῖ λίθῳ».

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite pierre, caillou (servant de projectile).
Étymologie: χερμάς.

English (Autenrieth)

stone, of a size suitable to be thrown by hand.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. μεγάλη πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου, λίθος για βολή (α. «χερμαδίῳ... βλῆτο παρὰ σφυρὸν ὀκριόεντι», Ομ. Ιλ.
β. «ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν βάλλον», Ομ. Οδ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «χερμαδίῳ
χειροπληθεῑ λίθῳ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χερμάς, -άδος. Η λ., πιθανότατα, πρέπει να ερμηνευθεί ως ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. χερμάδιος, το οποίο, όμως, μαρτυρείται σε μτγν. κείμενα].

Greek Monotonic

χερμάδιον: [ᾰ], τό, μεγάλη πέτρα, λίθος που χρησιμ. ως βλήμα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).