τύ: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(42)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>.———————— <b>(II)</b><br />Α<br />βοιωτ. τ. ονομ. πληθ. αρσ. αρθμ., [[αντί]] <i>οἱ</i>.———————— <b>(III)</b><br />Α<br />βοιωτ. τ. δοτ. εν. αρσ. αρθμ. [[αντί]] <i>τῷ</i>.
|mltxt=<b>(I)</b><br />Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>εσύ</i>.———————— <b>(II)</b><br />Α<br />βοιωτ. τ. ονομ. πληθ. αρσ. αρθμ., [[αντί]] <i>οἱ</i>.———————— <b>(III)</b><br />Α<br />βοιωτ. τ. δοτ. εν. αρσ. αρθμ. [[αντί]] <i>τῷ</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''τύ:'''<b class="num">I.</b> Δωρ. ονομ. αντί <i>σύ</i>.<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αιτ. αντί <i>σέ</i>.
}}
}}

Revision as of 21:07, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύ Medium diacritics: τύ Low diacritics: τυ Capitals: ΤΥ
Transliteration A: Transliteration B: ty Transliteration C: ty Beta Code: tu/

English (LSJ)

τυ,

   A v. σύ.

German (Pape)

[Seite 1159] dor. statt σύ, Pind.; aber zugleich acc. statt σε, Ar. Ach. 730; dann aber immer enklitisch.

Greek (Liddell-Scott)

τύ: Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ εἶναι ἀεὶ ἐγκλιτικόν), αὐτόθι 730. 1225.

French (Bailly abrégé)

dor. c. σύ.

English (Slater)

τύ v. σύ.

Greek Monolingual

(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. εσύ.———————— (II)
Α
βοιωτ. τ. ονομ. πληθ. αρσ. αρθμ., αντί οἱ.———————— (III)
Α
βοιωτ. τ. δοτ. εν. αρσ. αρθμ. αντί τῷ.

Greek Monotonic

τύ:I. Δωρ. ονομ. αντί σύ.
II. Δωρ. αιτ. αντί σέ.