τάρβος: Difference between revisions
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ους και -εος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[φόβος]], [[δέος]], [[τρόμος]]<br /><b>2.</b> [[σεβασμός]], [[ευλάβεια]]<br /><b>3.</b> [[αντικείμενο]] που προξενεί φόβο, [[φόβητρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Πιθ. υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. <i>ταρβῶ</i>]. | |mltxt=-ους και -εος, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[φόβος]], [[δέος]], [[τρόμος]]<br /><b>2.</b> [[σεβασμός]], [[ευλάβεια]]<br /><b>3.</b> [[αντικείμενο]] που προξενεί φόβο, [[φόβητρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Πιθ. υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. <i>ταρβῶ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τάρβος:''' -εος, τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φόβος]], [[τρόμος]], σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[δέος]], [[σεβασμός]], <i>τινός</i>, για κάποιον, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[αντικείμενο]] φόβου ή τρόμου, [[αιτία]] επαγρύπνησης ή συναγερμού, σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εος, τό,
A alarm, terror, Il.24.152, S.OT296, etc.; περίφοβόν μ' ἔχει τ. A.Supp.736 (lyr.); ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. Id.Ag.858; ἀμφὶ τάρβει Id.Ch.547; ζωπυροῦσι τ. folld. by acc. of persons feared (cf. δέος 1), Id.Th.290 (lyr.). 2 awe, reverence, τινος for one, Id.Pers.696 (lyr.). II an object of alarm, a fear or alarm, ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; S.El.412; πόλει τάρβος ἦσθα E.Ba.1310.--Poet. word, rare in Prose, as Aret. SD1.6, Plu.2.666b. (Cf. Skt. tarjati 'threaten', Lat. torvus.)
German (Pape)
[Seite 1070] εος, τό, Schrecken, Furcht; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί, μηδέ τι τάρβος, Il. 24, 152. 181; Aesch. Spt. 271; περίφοβόν μ' ἔχει τάρβος, Suppl. 736, u. öfter; ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Soph. El. 404; οὕτω δὲ τάρβους ἐς φόβον τ' ἀφικόμην, Eur. Phoen. 361. Vgl. noch über die Ableitung Plut. de superst. 3.
Greek (Liddell-Scott)
τάρβος: -εος, τό, φόβος, τρόμος, Ἰλ. Ω. 152, 181, Τραγικ., κλπ.· περίφοβόν μ’ ἔχει τ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 736· ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 858· ἀμφὶ τάρβει (ἴδε ἀμφὶ Β IV. 2)· ἑπομένης αἰτ., γείτονες δὲ καρδίας μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος τὸν ἀμφιτειχῆ λεών, αἱ γειτνιάζουσαι τῆς καρδίας μέριμναι διατηροῦσι ζωηρὸν τὸν τρόμον ἐκ τοῦ τὰ τείχη ἡμῶν περιβάλλοντος πλήθους τῶν πολεμίων (πρβλ. δέος Ι), ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 289. 2) φόβος, σεβασμός, τινός, διά τινα, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 696. ΙΙ. ἀντικείμενον φόβου ἢ τρόμου, πρᾶγμα φοβερόν, ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Σοφ. Ἠλ. 412· πόλει τάρβος ἦσθα Εὐρ. Βάκχ. 1311. ― Ποιητικ. λέξις σπανία παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Πλούτ. 2, 666Β. (Ὅθεν ταρβέω, ταρβαλέος, πρβλ. Σανσκρ. tar΄g , tar΄g -âmi (minor)· Ἀρχ. Σκανδ. pjark-a (inc?e? pare) Ἀγγλο Σαξον. prac-tan (terrere)).
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 effroi, crainte;
2 sujet de crainte;
3 respect.
Étymologie: cf. R. skr. Targ « menacer » ; targâmi « je menace ».
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ους και -εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. φόβος, δέος, τρόμος
2. σεβασμός, ευλάβεια
3. αντικείμενο που προξενεί φόβο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. ταρβῶ].
Greek Monotonic
τάρβος: -εος, τό,
I. 1. φόβος, τρόμος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.
2. δέος, σεβασμός, τινός, για κάποιον, σε Αισχύλ.
II. αντικείμενο φόβου ή τρόμου, αιτία επαγρύπνησης ή συναγερμού, σε Σοφ., Ευρ.