συνεπίσταμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
(39)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[ἐπίσταμαι]]<br />[[γνωρίζω]] πολύ καλά [[κάτι]], έχω [[συνείδηση]] κάποιου πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[γνωρίζω]] καλά [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]].
|mltxt=ΜΑ [[ἐπίσταμαι]]<br />[[γνωρίζω]] πολύ καλά [[κάτι]], έχω [[συνείδηση]] κάποιου πράγματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[γνωρίζω]] καλά [[κάτι]] από κοινού με κάποιον [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεπίσταμαι:''' αποθ., [[γνωρίζω]] [[καλά]] [[κάτι]] μαζί με κάποιον, [[κατέχω]] τα [[μυστικά]] του, σε Ξεν., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπίσταμαι Medium diacritics: συνεπίσταμαι Low diacritics: συνεπίσταμαι Capitals: ΣΥΝΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: synepístamai Transliteration B: synepistamai Transliteration C: synepistamai Beta Code: sunepi/stamai

English (LSJ)

   A to be privy to, τὴν ἐπανάστασιν X.HG5.4.19; ἀπιστότατον ἔργον σ. μοι πεποιηκότι Gorg.Pal.21; σ. τινὶ πονηρὰ δράσαντι Luc.Cat.23, cf. 27; οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι σ. Id.VH2.31, cf. Cal. 9; ἃ ἐμαυτῷ συνεπίσταμαι LXX Jb.19.27.    2 know perfectly well or fully, πολλάκις ἑώρακα . . τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ' ἃ ἀεὶ πάντες συνεπιστάμεθα Pl.Lg.821c; οὐκ ἄρα συνεπίστανται ὅτι ἐπίστανται; Arist.SE177a27.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπίσταμαι: ἀποθ., γινώσκω καλῶς μετά τινος, μετέχω τῶν μυστικῶν αὐτοῦ, τὼ δύω στρατηγώ, οἳ συνηπιστάσθην τὴν τοῦ Μίλωνος ἐπὶ τοὺς περὶ Λεοντιάδην ἐπανάστασιν Ξεν. Ἑλλην. 5. 4, 19· συνεπίσταμαί σοι πονηρὰ δράσαντι Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 23, πρβλ. 27· οὐδὲν ἐμαυτῷ ψεῦδος εἰπόντι συνηπιστάμην ὁ αὐτ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 31, πρβλ. περὶ Διαβολ. 9. 2) γινώσκω ἀπὸ κοινοῦ, γινώσκω καλῶς, τὸν ἥλιον καὶ σελήνην δρῶντας ταῦθ’ ἃ ἀεὶ πάντες ξυνεπιστάμεθα Πλάτ. Νόμ. 812C· οὐκ ἄρα σ. ὅτι ἐπίστανται Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 19, 3.

French (Bailly abrégé)

savoir avec :
1 être dans le secret de, acc.;
2 avoir conscience de ; avec un part. au dat. : avoir conscience que qqn….
Étymologie: σύν, ἐπίσταμαι.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπίσταμαι
γνωρίζω πολύ καλά κάτι, έχω συνείδηση κάποιου πράγματος
αρχ.
γνωρίζω καλά κάτι από κοινού με κάποιον άλλο.

Greek Monolingual

ΜΑ ἐπίσταμαι
γνωρίζω πολύ καλά κάτι, έχω συνείδηση κάποιου πράγματος
αρχ.
γνωρίζω καλά κάτι από κοινού με κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

συνεπίσταμαι: αποθ., γνωρίζω καλά κάτι μαζί με κάποιον, κατέχω τα μυστικά του, σε Ξεν., Λουκ.