ὑπερφθέγγομαι: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[φωνάζω]] δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῑν κομίζων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερέχω]], [[είμαι]] πολύ [[ανώτερος]] («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθέγγομαι]] «[[μιλώ]], [[φωνάζω]]»].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[φωνάζω]] δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῑν κομίζων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπερέχω]], [[είμαι]] πολύ [[ανώτερος]] («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φθέγγομαι]] «[[μιλώ]], [[φωνάζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερφθέγγομαι:''' αποθ., ηχώ, ακούγομαι, [[φωνάζω]] δυνατώτερα, τὰ ἔργα [[ὑπερφθέγγομαι]] τοὺς λόγους, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερφθέγγομαι Medium diacritics: ὑπερφθέγγομαι Low diacritics: υπερφθέγγομαι Capitals: ΥΠΕΡΦΘΕΓΓΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperphthéngomai Transliteration B: hyperphthengomai Transliteration C: yperftheggomai Beta Code: u(perfqe/ggomai

English (LSJ)

   A speak louder than, τὰ ἔργα ὑ. τοὺς λόγους Luc. Tox.35; τῷ λόγῳ ὑπερφθέγγονται τὴν ἀλήθειαν they shout down the truth, Gal.8.808, cf. UP8.2; εὐεπείᾳ τὸν Ὅμηρον ὑ. excel Homer therein, Plu.2.396d.

German (Pape)

[Seite 1203] übertönen, überschreien, Plut. u. a. Sp.; bes. übtr., Luc. Tox. 35; S. Emp. pyrrh. 3, 244.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερφθέγγομαι: ἀποθ. φθέγγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, καὶ μάλιστα ὅταν τὰ ἔργα ὑπερφθέγγηται τοὺς λόγους Λουκ. Τόξ. 35· ὑπ. εὐεπείᾳ, ὑπερέχω κατὰ τήν..., Πλούτ. 2. 396D.

French (Bailly abrégé)

1 crier ou retentir plus fort que, acc.;
2 prononcer d’une voix sonore, acc..
Étymologie: ὑπέρ, φθέγγομαι.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. φωνάζω δυνατότερα από άλλον («ὑπερφθεγγομενον ὃν ἥκεις λόγον ἡμῑν κομίζων», Πλούτ.)
2. μτφ. υπερέχω, είμαι πολύ ανώτερος («τὸν Ἡσίοδον καὶ τὸν Ὅμηρον εὐεπείᾳ ὑπερφθέγγεσθαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + φθέγγομαι «μιλώ, φωνάζω»].

Greek Monotonic

ὑπερφθέγγομαι: αποθ., ηχώ, ακούγομαι, φωνάζω δυνατώτερα, τὰ ἔργα ὑπερφθέγγομαι τοὺς λόγους, σε Λουκ.