Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τονώνω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(41)
 
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=τονῶ, -όω, ΝΑ [[τόνος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] τόνο, [[δύναμη]], ζωή, [[ενδυναμώνω]], [[ενισχύω]] (α. «το [[φάρμακο]] τον τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] τόνο, [[τονίζω]] (α. «τονούμενη [[συλλαβή]]» β. «περὶ τῶν [[διαφόρως]] τονουμένων», Σχολ. Ιλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναζωογονώ]], [[ζωντανεύω]] («η [[χορήγηση]] του δανείου τόνωσε την [[επιχείρηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Στωικούς) [[διαμορφώνω]] με δημιουργική [[δύναμη]] της φωτιάς («[οὐσίαι] ἐπὶ τὸ οἰκεῑον τῇ φύσει αὐτῶν παραγίνονται [[σχῆμα]] τετονωμέναι», Στωικ.).
|mltxt=τονῶ, -όω, ΝΑ [[τόνος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] τόνο, [[δύναμη]], ζωή, [[ενδυναμώνω]], [[ενισχύω]] (α. «το [[φάρμακο]] τον τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] τόνο, [[τονίζω]] (α. «τονούμενη [[συλλαβή]]» β. «περὶ τῶν [[διαφόρως]] τονουμένων», Σχολ. Ιλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναζωογονώ]], [[ζωντανεύω]] («η [[χορήγηση]] του δανείου τόνωσε την [[επιχείρηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Στωικούς) [[διαμορφώνω]] με δημιουργική [[δύναμη]] της φωτιάς («[οὐσίαι] ἐπὶ τὸ οἰκεῖον τῇ φύσει αὐτῶν παραγίνονται [[σχῆμα]] τετονωμέναι», Στωικ.).
}}
}}

Latest revision as of 10:23, 24 August 2022

Greek Monolingual

τονῶ, -όω, ΝΑ τόνος (Ι)]
1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τον τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.)
2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως τονουμένων», Σχολ. Ιλ.)
νεοελλ.
μτφ. αναζωογονώ, ζωντανεύω («η χορήγηση του δανείου τόνωσε την επιχείρηση»)
αρχ.
(στους Στωικούς) διαμορφώνω με δημιουργική δύναμη της φωτιάς («[οὐσίαι] ἐπὶ τὸ οἰκεῖον τῇ φύσει αὐτῶν παραγίνονται σχῆμα τετονωμέναι», Στωικ.).