τονώνω: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(41) |
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τονῶ, -όω, ΝΑ [[τόνος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] τόνο, [[δύναμη]], ζωή, [[ενδυναμώνω]], [[ενισχύω]] (α. «το [[φάρμακο]] τον τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] τόνο, [[τονίζω]] (α. «τονούμενη [[συλλαβή]]» β. «περὶ τῶν [[διαφόρως]] τονουμένων», Σχολ. Ιλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναζωογονώ]], [[ζωντανεύω]] («η [[χορήγηση]] του δανείου τόνωσε την [[επιχείρηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Στωικούς) [[διαμορφώνω]] με δημιουργική [[δύναμη]] της φωτιάς («[οὐσίαι] ἐπὶ τὸ | |mltxt=τονῶ, -όω, ΝΑ [[τόνος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] τόνο, [[δύναμη]], ζωή, [[ενδυναμώνω]], [[ενισχύω]] (α. «το [[φάρμακο]] τον τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.)<br /><b>2.</b> [[βάζω]] τόνο, [[τονίζω]] (α. «τονούμενη [[συλλαβή]]» β. «περὶ τῶν [[διαφόρως]] τονουμένων», Σχολ. Ιλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αναζωογονώ]], [[ζωντανεύω]] («η [[χορήγηση]] του δανείου τόνωσε την [[επιχείρηση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />(στους Στωικούς) [[διαμορφώνω]] με δημιουργική [[δύναμη]] της φωτιάς («[οὐσίαι] ἐπὶ τὸ οἰκεῖον τῇ φύσει αὐτῶν παραγίνονται [[σχῆμα]] τετονωμέναι», Στωικ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 24 August 2022
Greek Monolingual
τονῶ, -όω, ΝΑ τόνος (Ι)]
1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τον τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.)
2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως τονουμένων», Σχολ. Ιλ.)
νεοελλ.
μτφ. αναζωογονώ, ζωντανεύω («η χορήγηση του δανείου τόνωσε την επιχείρηση»)
αρχ.
(στους Στωικούς) διαμορφώνω με δημιουργική δύναμη της φωτιάς («[οὐσίαι] ἐπὶ τὸ οἰκεῖον τῇ φύσει αὐτῶν παραγίνονται σχῆμα τετονωμέναι», Στωικ.).