χειροτέχνημα: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(46) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το, ΝΑ [[χειροτεχνῶ]]<br />[[έργο]] χειροτεχνίας, [[έργο]] κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το [[χέρι]] («[[έκθεση]] χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»). | |mltxt=το, ΝΑ [[χειροτεχνῶ]]<br />[[έργο]] χειροτεχνίας, [[έργο]] κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το [[χέρι]] («[[έκθεση]] χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειροτέχνημα:''' -ατος, τό, [[έργο]] τέχνης, σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A work of art, Babr.30.4 (cj.), Poll.7.7, Lib.Or.11.254.
German (Pape)
[Seite 1346] τό, die Arbeit eines Handwerkers, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
χειροτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Βαβρ. 30.4, Πολυδ. Β΄, 148., 7. 7.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ouvrage fait à la main.
Étymologie: χειροτέχνης.
Greek Monolingual
το, ΝΑ χειροτεχνῶ
έργο χειροτεχνίας, έργο κατασκευασμένο ή διακοσμημένο με το χέρι («έκθεση χειροτεχνημάτων κεντητικής και υφαντικής»).
Greek Monotonic
χειροτέχνημα: -ατος, τό, έργο τέχνης, σε Βάβρ.