τεσσαρακοστός: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τεσσαρακοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τετρωκοστός]], -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α<br />(τακτικό αριθμτ.)<br /><b>1.</b> αυτός που σε μια [[σειρά]] ή [[τάξη]] καταλαμβάνει τη [[θέση]] που αντιστοιχεί στον αριθμό [[σαράντα]] (α. «αποφοίτησε [[τεσσαρακοστός]]» β. «καὶ ἀφικνοῡνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[τεσσαρακοστή]]<br /><b>βλ.</b> [[τεσσαρακοστή]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τεσσαρακοστό</i><br />καθένα από τα [[σαράντα]] ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[τεσσαρακοστά]]<br /><b>εκκλ.</b> [[λειτουργία]] που τελείται [[σαράντα]] μέρες [[μετά]] τον θάνατο ενός προσώπου, τα [[σαράντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεσσαρά</i>-<i>κοντα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τακτικών αριθμτ. -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεντηκο</i>-<i>στός</i>). Ο τ. <i>τετρωκο</i>-<i>στός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρώ</i>-<i>κοντα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τεσσαράκοντα]])].
|mltxt=-ή, -ό / [[τεσσαρακοστός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. [[τετρωκοστός]], -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α<br />(τακτικό αριθμτ.)<br /><b>1.</b> αυτός που σε μια [[σειρά]] ή [[τάξη]] καταλαμβάνει τη [[θέση]] που αντιστοιχεί στον αριθμό [[σαράντα]] (α. «αποφοίτησε [[τεσσαρακοστός]]» β. «καὶ ἀφικνοῡνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[τεσσαρακοστή]]<br /><b>βλ.</b> [[τεσσαρακοστή]].<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τεσσαρακοστό</i><br />καθένα από τα [[σαράντα]] ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ [[τεσσαρακοστά]]<br /><b>εκκλ.</b> [[λειτουργία]] που τελείται [[σαράντα]] μέρες [[μετά]] τον θάνατο ενός προσώπου, τα [[σαράντα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τεσσαρά</i>-<i>κοντα</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. τακτικών αριθμτ. -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πεντηκο</i>-<i>στός</i>). Ο τ. <i>τετρωκο</i>-<i>στός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρώ</i>-<i>κοντα</i> (<b>βλ. λ.</b> [[τεσσαράκοντα]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τεσσᾰρᾰκοστός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> όπως και [[σήμερα]], Λατ. [[quadragesimus]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>τεσσαρακοστὴ</i> ([[μοῖρα]]), <i>ἡ</i>, [[τεσσαρακοστή]], [[νόμισμα]] της Χίου, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεσσᾰρᾰκοστός Medium diacritics: τεσσαρακοστός Low diacritics: τεσσαρακοστός Capitals: ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: tessarakostós Transliteration B: tessarakostos Transliteration C: tessarakostos Beta Code: tessarakosto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A fortieth, Th.1.60, etc.; Dor. τετρωκοστός, ά, όν, Archim.Aren.4.10, al.; also Ion. apparently, SIG167.17 (Mylasa, iv B.C.): but Ion. Τετρηκοστή (pr. n.) GDI5755.5 (ibid.).    II ἡ τεσσαρακοστή (sc. μοῖρα):    1 tax of one-fortieth, Ar.Ec.825; ἐπίτροπος τεσσαρακοστῆς MAMA4.113 (Lysias, i/ii A.D.).    2 a fortieth, a coin of Chios, Th.8.101.

German (Pape)

[Seite 1095] der vierzigste; αἱ τεσσαρακοσταί, eine Münze auf Chios, Thuc. 8, 101; – ἡ τεσσαρακοστή, eine Abgabe des vierzigsten Theils vom Vermögen, Ar. Eccl. 825.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. quadragesimus, Θουκ. 1. 60, κλπ.· Δωρ. τετρωκοστός, ή, όν, Ἀρτεμίδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d. Ι. II. ἡ τεσσαρακοστὴ [[[μοῖρα]]]· 1) φόροςτέλος συνιστάμενον εἰς τὸ ἓν τεσσαρακοστόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 825. 2) ἓν τεσσαρακοστόν, νόμισμά τι τῆς Χίου, Θουκ. 8. 101.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
quarantième ; αἱ τεσσαρακοσταί THC litt. les quarantièmes, monnaie de Chios.
Étymologie: τεσσαράκοντα.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τεσσαρακοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α
(τακτικό αριθμτ.)
1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ ἀφικνοῡνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», Θουκ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η τεσσαρακοστή
βλ. τεσσαρακοστή.
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τεσσαρακοστό
καθένα από τα σαράντα ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεσσαρακοστά
εκκλ. λειτουργία που τελείται σαράντα μέρες μετά τον θάνατο ενός προσώπου, τα σαράντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρά-κοντα + κατάλ. τακτικών αριθμτ. -στός (πρβλ. πεντηκο-στός). Ο τ. τετρωκο-στός < τετρώ-κοντα (βλ. λ. τεσσαράκοντα)].

Greek Monotonic

τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν,
I. όπως και σήμερα, Λατ. quadragesimus, σε Θουκ.
II. τεσσαρακοστὴ (μοῖρα), , τεσσαρακοστή, νόμισμα της Χίου, στον ίδ.