ὑπέρηδυς: Difference between revisions
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υ, Α<br />γλυκύτατος, [[πάρα]] πολύ [[ευχάριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὑπερηδέως]] Α<br />με εξαιρετικά [[μεγάλη]] [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἡδύς]] «[[γλυκός]], [[ευχάριστος]]»]. | |mltxt=-υ, Α<br />γλυκύτατος, [[πάρα]] πολύ [[ευχάριστος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὑπερηδέως]] Α<br />με εξαιρετικά [[μεγάλη]] [[ευχαρίστηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἡδύς]] «[[γλυκός]], [[ευχάριστος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπέρηδυς:''' -υ, υπερβολικά [[γλυκός]], σε Λουκ.· επίρρ. <i>-έως</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-[[ήδιστα]]</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
υ,
A exceedingly sweet, used in Sup. by Luc.Tim.41, etc. Adv. -έως very gladly or pleasantly, X.Cyr.1.6.21, Phld.Lib.p.43 O.: Sup. -ήδιστα Luc.DMort.9.1.
German (Pape)
[Seite 1195] υ, über die Maaßen süß, angenehm, gew. im superl. ὑπερήδιστος, Luc. Gall. 5 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρηδυς: υ, ὑπερβαλλόντως ἡδύς, ἐν χρήσει ἐν τῷ ὑπερθ. ὑπερήδιστος παρὰ Λουκ. ἐν Τίμ. 41, κλπ. - Ἐπίρρ. -έως, τούτῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπερηδέως πείθονται Ξεν. Κύρ. 1. 6, 21· ὑπερθ. ὑπερήδιστα, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 9. 1.
French (Bailly abrégé)
υς, υ;
extrêmement agréable;
Sp. ὑπερήδιστος.
Étymologie: ὑπέρ, ἡδύς.
Greek Monolingual
-υ, Α
γλυκύτατος, πάρα πολύ ευχάριστος.
επίρρ...
ὑπερηδέως Α
με εξαιρετικά μεγάλη ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἡδύς «γλυκός, ευχάριστος»].
Greek Monotonic
ὑπέρηδυς: -υ, υπερβολικά γλυκός, σε Λουκ.· επίρρ. -έως, σε Ξεν.· υπερθ. -ήδιστα, σε Λουκ.