σύριχος: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(40) |
(2b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ὑριχός]] και ὕρισχος, ὁ, Α<br />[[συρίσκος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η [[ποικιλία]] μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (<b>πρβλ.</b> [[συρίσκος]], [[σύρισσος]], <i>ὑρρίς</i>, <i>ὕρον</i>), [[καθώς]] και η [[εναλλαγή]] τών επιθημάτων -<i>ιχος</i> και -<i>ίσκος</i> στους τ. [[σύριχος]] και [[συρίσκος]]. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό <i>συ</i>-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με <i>ὑ</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το αρκτικό <i>ὑ</i>- τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, [[αποβολή]] του αρκτικού <i>σ</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. [[ἄρριχος]] «[[κοφίνι]] από [[λυγαριά]]» και [[ῥίσκος]] «[[κιβώτιο]]» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες]. | |mltxt=και [[ὑριχός]] και ὕρισχος, ὁ, Α<br />[[συρίσκος]] (Ι).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η [[ποικιλία]] μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (<b>πρβλ.</b> [[συρίσκος]], [[σύρισσος]], <i>ὑρρίς</i>, <i>ὕρον</i>), [[καθώς]] και η [[εναλλαγή]] τών επιθημάτων -<i>ιχος</i> και -<i>ίσκος</i> στους τ. [[σύριχος]] και [[συρίσκος]]. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων [[χωρίς]] αρκτικό <i>σ</i>-. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό <i>συ</i>-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με <i>ὑ</i>-, ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το αρκτικό <i>ὑ</i>- τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, [[αποβολή]] του αρκτικού <i>σ</i>-. Έχει διατυπωθεί [[επίσης]] η [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. [[ἄρριχος]] «[[κοφίνι]] από [[λυγαριά]]» και [[ῥίσκος]] «[[κιβώτιο]]» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[basket]] (Alex.). Also <b class="b3">συρίσκος ἀγγεῖόν τι πλεκτόν</b>, <b class="b3">εἰς ο σῦκα ἐμβάλλουσι</b>. <b class="b3">τινες δε ὑρίσκον</b> H.<br />Other forms: Here also <b class="b3">ὕριχος</b> (Porson; cod. <b class="b3">-ισός</b> Ar. Fr. 569, 5), <b class="b3">ὕρισχος</b> and <b class="b3">βρίσχος</b> (Phryn. PS), <b class="b3">σύρισσος</b> (Poll.), <b class="b3">ὑρίσσος</b> (H.), <b class="b3">-ός</b> (Theognost.); also <b class="b3">ὑρρίς σπυρίς</b> (Zonar.); cf. <b class="b3">ὑρίσιδα</b> (for <b class="b3">ὑρίς</b>, <b class="b3">-ίδα</b>?) <b class="b3">σπυρίδιον</b>, <b class="b3">σπυρίς</b> H.; <b class="b3">ὑρράδα</b> (cod. <b class="b3">ὕρρ-</b>) <b class="b3">σπυρίδιον</b> (Theognost.), <b class="b3">ὕρραχα πρίσχη</b> H. (cf. <b class="b3">βρίσχος</b> in Phryn.). With other anlaut: <b class="b3">ἄρριχος</b> (s. v.) and <b class="b3">ἀρίσκος κόφινος</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The suffixes <b class="b3">-ιχος</b> and <b class="b3">-ίσχος</b> both show the popular character of the above words, which have clearly never reached the stabilising level of the literary language; (of course there may also be mistakes in the tradition). Etymol. unclear. Analytical attempt by Güntert Reimwortbild. 143; cf. also <b class="b3">ῥίσκος</b> and the lit. on <b class="b3">ἄρριχος</b>; further Hiersche Ten. aspiratae 22 f. w. further details and hypotheses. Furnée 135, 241, 392, 300 | |||
}} | }} |
Revision as of 07:31, 3 January 2019
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, = ὑῤῥίσκος, Alexis bei Ath. III, 76 d, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σύρῐχος: ὁ, ἴδε ὑριχός.
Greek Monolingual
και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α
συρίσκος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών επιθημάτων -ιχος και -ίσκος στους τ. σύριχος και συρίσκος. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων χωρίς αρκτικό σ-. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό συ-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με ὑ-, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το αρκτικό ὑ- τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, αποβολή του αρκτικού σ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η υπόθεση ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. ἄρριχος «κοφίνι από λυγαριά» και ῥίσκος «κιβώτιο» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: basket (Alex.). Also συρίσκος ἀγγεῖόν τι πλεκτόν, εἰς ο σῦκα ἐμβάλλουσι. τινες δε ὑρίσκον H.
Other forms: Here also ὕριχος (Porson; cod. -ισός Ar. Fr. 569, 5), ὕρισχος and βρίσχος (Phryn. PS), σύρισσος (Poll.), ὑρίσσος (H.), -ός (Theognost.); also ὑρρίς σπυρίς (Zonar.); cf. ὑρίσιδα (for ὑρίς, -ίδα?) σπυρίδιον, σπυρίς H.; ὑρράδα (cod. ὕρρ-) σπυρίδιον (Theognost.), ὕρραχα πρίσχη H. (cf. βρίσχος in Phryn.). With other anlaut: ἄρριχος (s. v.) and ἀρίσκος κόφινος H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The suffixes -ιχος and -ίσχος both show the popular character of the above words, which have clearly never reached the stabilising level of the literary language; (of course there may also be mistakes in the tradition). Etymol. unclear. Analytical attempt by Güntert Reimwortbild. 143; cf. also ῥίσκος and the lit. on ἄρριχος; further Hiersche Ten. aspiratae 22 f. w. further details and hypotheses. Furnée 135, 241, 392, 300