τανυήκης: Difference between revisions
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
(40) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τανύηκες, Α<br /><b>βλ.</b> [[ταναήκης]]. | |mltxt=τανύηκες, Α<br /><b>βλ.</b> [[ταναήκης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰνυήκης:''' -ες ([[τανύω]], [[ἀκή]])·<br /><b class="num">I.</b> όπως το [[ταναήκης]], αυτός που έχει με [[μακριά]] [[ακίδα]] ή [[άκρη]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[μακρύς]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ες, (ἀκή)
A = ταναήκης, with long point or edge, ἄορ Il.14.385, Od.10.439, al. II tapering, ὄζοι Il.16.768.
German (Pape)
[Seite 1067] ες, wie ταναήκης, mit langer Spitze, Schneide; τανύηκες ἄορ, Il. 16, 473 Od. 11, 231; auch ὄζοι, Il. 16, 768, weit ausgestreckt.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰνυήκης: -ες, (ἀκὴ) ὡς τὸ ταναήκης, ὁ μακρὰν καὶ παρατεταμένην ἔχων τὴν ἀκήν, ὁ κατὰ μῆκος ἠκονημένος, τανύηκες ἄορ. Ἰλ. Ξ. 385, Ὀδ. Κ. 439, κλπ. ΙΙ. τεταμένος, μακρός, αἵ τε πρὸς ἀλλήλας ἔβαινον τανυήκεαας ὅζους Ἰλ. Π. 768.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 à longue pointe, à la pointe aiguë;
2 qui s’allonge.
Étymologie: τανύω, ἀκή.
English (Autenrieth)
ες: with thin edge or point, keen, tapering, Il. 16.768.
Greek Monolingual
τανύηκες, Α
βλ. ταναήκης.
Greek Monotonic
τᾰνυήκης: -ες (τανύω, ἀκή)·
I. όπως το ταναήκης, αυτός που έχει με μακριά ακίδα ή άκρη, σε Όμηρ.
II. μακρύς, σε Ομήρ. Ιλ.