ταρακτικός: Difference between revisions
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ή, -ό / [[ταρακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ταραχτικός]], -ή, -ό, Ν [[ταράκτης]]<br />αυτός που προκαλεί [[ταραχή]], ψυχική [[αναστάτωση]], [[συνταρακτικός]] (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ταρακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[στασιαστής]] («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές. | |mltxt=ή, -ό / [[ταρακτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ταραχτικός]], -ή, -ό, Ν [[ταράκτης]]<br />αυτός που προκαλεί [[ταραχή]], ψυχική [[αναστάτωση]], [[συνταρακτικός]] (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ταρακτικός]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[στασιαστής]] («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τᾰρακτικός:''' -ή, -όν ([[ταράσσω]]), αυτός που διαταράζει, προκαλεί [[αναταραχή]], [[αναστάτωση]], με γεν., <i>τῆς ψυχῆς</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A disturbing, τῆς ψυχῆς Plu.Crass.23 (Sup.); τ. καὶ νεωτερισταί, of political agitators, D.H. 5.75; of food that does not agree with the stomach, τ. τῶν καθ' ὕπνον ὄψεων Plu.2.734f; οἶνος τ. ib.648b, cf. Sor.1.86 (prob.), Mnesith. ap.Gal.6.645; τ. τῆς κοιλίας Id. ap. Ath.3.92b.
German (Pape)
[Seite 1069] beunruhigend, verwirrend; τῆς ψυχῆς, Plut. Crass. 23; μέλος τ. ἵππων, S. Emp. adv. mus. 20; τῆς γαστρός, den Durchfall bewirkend, Medic.; καὶ ὑπακτικὸς κοιλίας, Ath. III, 92 c; vgl. Plut. Symp. 3, 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ταρακτικός: -ή, -όν, ὁ, διαταράσσων, τῆς ψυχῆς Πλουτ. Κράσσ. 23, τῆς ἡγεμονίας οἱ τ., ἐπὶ πολιτικῶν στασιαστῶν, Διον. Ἁλ. 5. 75· ― ἐπὶ τροφῆς προξενούσης διατάραξιν τοῦ στομάχου, Πλούτ. 2. 734Ε· τ. οἶνος αὐτόθι 648Β, κλπ.· τ. τῆς κοιλίας Μνησίθ. παρ’ Ἀθην. 92Β, Διον. Ἁλ. 5. 75.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à troubler, à agiter, gén..
Étymologie: ταράσσω.
Greek Monolingual
ή, -ό / ταρακτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και ταραχτικός, -ή, -ό, Ν ταράκτης
αυτός που προκαλεί ταραχή, ψυχική αναστάτωση, συνταρακτικός (α. «ταρακτικές ειδήσεις» β. «τῶν αἰσθητηρίων ἀκοὴ ταρακτικώτατόν ἐστι τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταρακτικός
(για πρόσ.) στασιαστής («τοὺς ταρακτικοὺς καὶ νεωτεριστάς», Διον. Αλ.)
2. (για τροφές) αυτός που προκαλεί στομαχικές διαταραχές.
Greek Monotonic
τᾰρακτικός: -ή, -όν (ταράσσω), αυτός που διαταράζει, προκαλεί αναταραχή, αναστάτωση, με γεν., τῆς ψυχῆς, σε Πλούτ.