τριπιθήκινος: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ηκίνη, -ον, Α<br />[[τελείως]] [[πιθηκοειδής]] («[[ῥύγχος]] ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πίθηκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
|mltxt=-ηκίνη, -ον, Α<br />[[τελείως]] [[πιθηκοειδής]] («[[ῥύγχος]] ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πίθηκος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λίθ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τρῐπῐθήκῐνος:''' -η, -ον, [[τρεις]] φορές ή [[ολότελα]] [[πιθηκοειδής]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπῐθήκῐνος Medium diacritics: τριπιθήκινος Low diacritics: τριπιθήκινος Capitals: ΤΡΙΠΙΘΗΚΙΝΟΣ
Transliteration A: tripithḗkinos Transliteration B: tripithēkinos Transliteration C: tripithikinos Beta Code: tripiqh/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A thrice or throughly apish, ῥύγχος AP11.196 (Lucill.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, ὅλως πιθηκοειδής, ῥύγχος ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, οἷον ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
trois fois aussi laid qu’un singe.
Étymologie: τρεῖς, πίθηκος.

Greek Monolingual

-ηκίνη, -ον, Α
τελείως πιθηκοειδήςῥύγχος ἔχουσα Βιτώ τριπιθήκινον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι- + πίθηκος + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].

Greek Monotonic

τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρεις φορές ή ολότελα πιθηκοειδής, σε Ανθ.