ὑπόρνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick

Menander, Monostichoi, 280
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[διεγείρω]], [[υποκινώ]] λίγο ή [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρνυμι]] «[[διεγείρω]], [[εξεγείρω]]»].
|mltxt=Α<br />[[διεγείρω]], [[υποκινώ]] λίγο ή [[κρυφά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄρνυμι]] «[[διεγείρω]], [[εξεγείρω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόρνῡμι:''' μέλ. <i>-όρσω</i>, αόρ. αʹ <i>-ῶρσα</i>· [[διεγείρω]], [[εξάπτω]], [[ξεσηκώνω]], [[αφυπνίζω]] [[μυστικά]], [[κρυφά]] ή σταδιακά, σε Όμηρ.· τοῖον γὰρ [[ὑπώρορε]] [[Μοῦσα]], τέτοια ήταν η [[δύναμη]] της Μούσας να κινητοποιεί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σηκώνομαι [[κρυφά]] ή σταδιακά, στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόρνῡμι Medium diacritics: ὑπόρνυμι Low diacritics: υπόρνυμι Capitals: ΥΠΟΡΝΥΜΙ
Transliteration A: hypórnymi Transliteration B: hypornymi Transliteration C: ypornymi Beta Code: u(po/rnumi

English (LSJ)

aor. 1 -ῶρσα, aor. 2 -ώρορε (v. infr.):—

   A rouse secretly or gradually, mostly in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο Il. 23.108, cf. Od.4.113; in aor. 2, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα such was the Muse's power to move, 24.62:—Pass., rise secretly or gradually, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο 16.215: so in plpf. Act. (intr.), πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει 8.380.

German (Pape)

[Seite 1230] (s. ὄρνυμι), darunter, dabei od. allmälig erregen, in Bewegung setzen; in tmesi, πᾶσιν ὑφ' ἵμερον ὦρσε γόοιο, Il. 23, 108. 153 Od. 4, 113. 183 u. sonst; aor. II., τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, 24, 62. – Pass. darunter allmälig entstehen, τοῖσιν ὑφ' ἵμερος ὦρτο γόοιο, Od. 16, 215; zu welcher Bdtg auch das perf. II. act. gehört, πολὺς δ' ὑπὸ κόμπος ὀρώρει, 8, 380.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόρνῡμι: μέλλ. -όρσω, ἀόρ. α΄ -ῶρσα. Διεγείρω ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τμήσει, πᾶσιν ὑφ’ ἵμερον ὦρσε γόοιο Ἰλ. Ψ. 108, Ὀδ. Δ. 113· ἐν τῷ ἀορ. β΄, τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, τοιοῦτον διήγειρε θρῆνον ἡ Μοῦσα, Ὀδ. Ω. 62. - Παθ., ἐγείρομαι ἐνδομύχως ἢ κατὰ μικρόν, τοῖσιν ὑφ’ ἵμερος ὦρτο γόοιο ΙΙ. 215· οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ. ὑπερσ. (ἀμεταβ.), πολὺς δ’ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει Θ. 380.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπόρσω, ao. ὑπῶρσα, pf. ὑπώρορα;
exciter peu à peu, faire naître insensiblement.
Étymologie: ὑπό, ὄρνυμι.

Greek Monolingual

Α
διεγείρω, υποκινώ λίγο ή κρυφά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὄρνυμι «διεγείρω, εξεγείρω»].

Greek Monotonic

ὑπόρνῡμι: μέλ. -όρσω, αόρ. αʹ -ῶρσα· διεγείρω, εξάπτω, ξεσηκώνω, αφυπνίζω μυστικά, κρυφά ή σταδιακά, σε Όμηρ.· τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα, τέτοια ήταν η δύναμη της Μούσας να κινητοποιεί, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., σηκώνομαι κρυφά ή σταδιακά, στο ίδ.