χεριάρης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[επιδέξιος]] στα χέρια, [[δεξιοτέχνης]] («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[χείρ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀραρίσκω]] «[[εφαρμόζω]], [[συνάπτω]]»].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[επιδέξιος]] στα χέρια, [[δεξιοτέχνης]] («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[χείρ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀραρίσκω]] «[[εφαρμόζω]], [[συνάπτω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χεριάρης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἀραρίσκω]]), [[επιδέξιος]] στα χειρωνακτικά έργα, [[επιδέξιος]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερῐάρης Medium diacritics: χεριάρης Low diacritics: χεριάρης Capitals: ΧΕΡΙΑΡΗΣ
Transliteration A: cheriárēs Transliteration B: cheriarēs Transliteration C: cheriaris Beta Code: xeria/rhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A skilled in fitting with the hand, dexterous, τέκτονες Pi.P.5.35.

German (Pape)

[Seite 1349] ὁ, = χερήρης, τέκτονες, Pind. P. 5, 35.

Greek (Liddell-Scott)

χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ, δεξιός, ἔμπειρος εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47.

French (Bailly abrégé)

αρα;
adj. m.
adroit de ses mains, habile.
Étymologie: χείρ, ἄρω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επιδέξιος στα χέρια, δεξιοτέχνης («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ + ἀραρίσκω «εφαρμόζω, συνάπτω»].

Greek Monotonic

χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀραρίσκω), επιδέξιος στα χειρωνακτικά έργα, επιδέξιος, σε Πίνδ.