χειρουργώ: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
(46)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=χειρουργῶ, -έω, ΝΜΑ [[χειρουργός]]<br />[[εκτελώ]] [[εγχείρηση]], [[κάνω]] [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[υπηρεσία]] με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[χειροδικώ]], [[βιαιοπραγώ]] («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> φτειάχνω με τα χέρια μου, [[κτίζω]]<br /><b>4.</b> [[ασκώ]] μια [[τέχνη]]<br /><b>5.</b> [[παίζω]] ένα μουσικό όργανο<br /><b>6.</b> [[παράγω]] με [[τεχνικά]] [[μέσα]] («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῡντες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[αυνανίζομαι]]<br /><b>8.</b> (το παθ.) <i>χειρουργοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[τόπο]]) α) καλλιεργούμαι εντατικά<br />β) (για [[φαγητό]]) παρασκευάζομαι με [[μεγάλη]] [[μαγειρική]] [[επιδεξιότητα]].
|mltxt=χειρουργῶ, -έω, ΝΜΑ [[χειρουργός]]<br />[[εκτελώ]] [[εγχείρηση]], [[κάνω]] [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφέρω]] [[υπηρεσία]] με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)<br /><b>2.</b> [[χειροδικώ]], [[βιαιοπραγώ]] («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> φτειάχνω με τα χέρια μου, [[κτίζω]]<br /><b>4.</b> [[ασκώ]] μια [[τέχνη]]<br /><b>5.</b> [[παίζω]] ένα μουσικό όργανο<br /><b>6.</b> [[παράγω]] με [[τεχνικά]] [[μέσα]] («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῡντες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[αυνανίζομαι]]<br /><b>8.</b> (το παθ.) <i>χειρουργοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />(για [[τόπο]]) α) καλλιεργούμαι εντατικά<br />β) (για [[φαγητό]]) παρασκευάζομαι με [[μεγάλη]] [[μαγειρική]] [[επιδεξιότητα]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 26 March 2021

Greek Monolingual

χειρουργῶ, -έω, ΝΜΑ χειρουργός
εκτελώ εγχείρηση, κάνω χειρουργική επέμβαση
αρχ.
1. προσφέρω υπηρεσία με τα χέρια μου («διακονήσασα και χειρουργήσασα...», Αντιφ.)
2. χειροδικώ, βιαιοπραγώ («νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῑν», Θουκ.)
3. φτειάχνω με τα χέρια μου, κτίζω
4. ασκώ μια τέχνη
5. παίζω ένα μουσικό όργανο
6. παράγω με τεχνικά μέσα («οὐ γὰρ ἐπῳάζουσι διὰ τῶν ὀρνίθων, ἀλλ' αὐτοὶ παραδόξως χειρουργοῡντες», Διόδ.)
7. αυνανίζομαι
8. (το παθ.) χειρουργοῦμαι, -έομαι
(για τόπο) α) καλλιεργούμαι εντατικά
β) (για φαγητό) παρασκευάζομαι με μεγάλη μαγειρική επιδεξιότητα.