τρισσός: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
mNo edit summary |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και αττ. τ. [[τριττός]] και ιων. τ. [[τριξός]], Α<br />[[τριπλός]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρισσά</i><br />κώδικες με [[τρεις]] στήλες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίτος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τρισσοί</i><br />ασπίδες<br /><b>4.</b> (στον πληθ. όλων τών γενών) [[τρεις]] («τρισσῶν θεῶν» — τών τριών θεών (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρισσῶς</i> Α<br />[[τριπλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τρισσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τρεις]], [[τρία]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σσός</i> μέσω ενός τ. <i>τριχjος</i> επίρρ. [[τρίχα]] (<b>πρβλ.</b> [[δισσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διχjος</i><span style="color: red;"><</span> [[δίχα]]). Ο τ. [[τριξός]]<br /><span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ξός</i> μέσω ενός τ. <i>τριχθjος</i> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[τριχθά]] (<b>πρβλ.</b> [[διξός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διχθjος</i> <span style="color: red;"><</span> [[διχθά]])]. | |mltxt=-ή, -όν, ΜΑ, και αττ. τ. [[τριττός]] και ιων. τ. [[τριξός]], Α<br />[[τριπλός]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τρισσά</i><br />κώδικες με [[τρεις]] στήλες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίτος]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ τρισσοί</i><br />ασπίδες<br /><b>4.</b> (στον πληθ. όλων τών γενών) [[τρεις]] («τρισσῶν θεῶν» — τών τριών θεών (<b>Ευρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρισσῶς</i> Α<br />[[τριπλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[τρισσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[τρεις]], [[τρία]]) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>σσός</i> μέσω ενός τ. <i>τριχjος</i> επίρρ. [[τρίχα]] (<b>πρβλ.</b> [[δισσός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διχjος</i><span style="color: red;"><</span> [[δίχα]]). Ο τ. [[τριξός]]<br /><span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ξός</i> μέσω ενός τ. <i>τριχθjος</i> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[τριχθά]] (<b>πρβλ.</b> [[διξός]] <span style="color: red;"><</span> <i>διχθjος</i> <span style="color: red;"><</span> [[διχθά]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρισσός:''' Ιων. [[τριξός]], -ή, -όν ([[τρίς]])·<br /><b class="num">I.</b> [[τριπλός]], Λατ. [[triplex]], σε Ευρ. κ.λπ.· επίρρ. <i>τρισσῶς</i>, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., [[τρεῖς]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν; Att. τριττός Pl.Lg.782d, etc.; Ion. τριξός (q. v.): (τρίς):—
A threefold, triune Hes.Fr.191, E.Fr.285.3, etc.; τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν (sed leg. τριῶν) θεῶν Id.Tr.924; πρᾶσις τ. γραφεῖσα POxy.1208.24 (iii A. D.):—Adv. -ῶς Thphr. ap. D.H.Lys.14, LXXPr.22.20, al., AP 12.123. II in pl., = τρεῖς, Pi.P.8.80, S.OT164 (lyr.), OC479, E.Hec.645 (lyr.), Pl.R.504a. III = τρίτος, IG12(2).129.8 (Mytil.). IV τρισσοί, = shields, misrendering of Hebr. šelātî through confusion with šālōš 'three', LXX4 Ki.11.10. V literal rendering of Hebr. šālīš 'measure containing third part (of unknown unit)', Aq.Is.40.12.
Greek (Liddell-Scott)
τρισσός: ή, όν· νεώτερ. Ἀττ. τριττὸς (Πλάτ. Νόμ. 782D)· Ἰων. τριξὸς (ὃ ἴδε), πρβλ. διξός· (τρίς)· - τριπλοῦς, Λατ. triplex, Ἡσ. Ἀποσπ. 68. 2, Εὐρ. κλπ.· τρισσὸν ζεῦγος τρισσῶν θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 924. - Ἐπίρρ. -ῶς, Ἀνθ. Π. 12. 123, Διον. Ἁλ., κλπ. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., = τρεῖς, Πινδ. Π. 8. 115, Σοφ. Ο. Τ. 164, Ο. Κ. 479, Πλάτ. Πολ. 504Α, κλπ.· πρβλ. τριφάσιος.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 triple;
2 au plur. trois ; adv. • τρισσά triplement.
Étymologie: τρίς ; cf. τριξός.
English (Slater)
τρισσός
1 threefold Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (P. 8.80)
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ, και αττ. τ. τριττός και ιων. τ. τριξός, Α
τριπλός
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρισσά
κώδικες με τρεις στήλες
αρχ.
1. τρίτος
2. ονομασία μέτρου, το ένα τρίτο άγνωστου μεγέθους
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τρισσοί
ασπίδες
4. (στον πληθ. όλων τών γενών) τρεις («τρισσῶν θεῶν» — τών τριών θεών (Ευρ.).
επίρρ...
τρισσῶς Α
τριπλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τρισσός < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία) + επίθημα -σσός μέσω ενός τ. τριχjος επίρρ. τρίχα (πρβλ. δισσός < διχjος< δίχα). Ο τ. τριξός
< τρι- + επίθημα -ξός μέσω ενός τ. τριχθjος < επίρρ. τριχθά (πρβλ. διξός < διχθjος < διχθά)].
Greek Monotonic
τρισσός: Ιων. τριξός, -ή, -όν (τρίς)·
I. τριπλός, Λατ. triplex, σε Ευρ. κ.λπ.· επίρρ. τρισσῶς, σε Ανθ.
II. στον πληθ., τρεῖς, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.