στρόμβος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 22: Line 22:
|auten=([[στρέφω]]): [[top]], Il. 14.413†.
|auten=([[στρέφω]]): [[top]], Il. 14.413†.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=στρόμβος, ο
|mltxt=στρόμβος, ο

Revision as of 16:27, 2 December 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρόμβος Medium diacritics: στρόμβος Low diacritics: στρόμβος Capitals: ΣΤΡΟΜΒΟΣ
Transliteration A: strómbos Transliteration B: strombos Transliteration C: stromvos Beta Code: stro/mbos

English (LSJ)

ὁ,

   A a body rounded or spun round: hence,    1 top, Il. 14.413; ὥσπερ σ. στρέφεσθαι Luc.Asin.42.    2 = στροφάλιγξ, whirlwind, A.Pr.1084 (anap.), prob. in Id.Fr.195.3.    3 trumpet-shell, Arist. HA492a17, al.; sea-snail, Artem.2.14; of a shell used as a trumpet, conch, Lyc.250, Theoc.9.25, Plu.2.713b.    4 snail, Arist.HA548a18, cf. 530a6, PA661a23.    5 = στρόβιλος 6, Nic.Th.884.    6 spindle, Lyc.585.

German (Pape)

[Seite 955] ὁ, wie στρόβος, στροιβός, στρόφος, στρόβελος, ein gedrehter, gewundener Körper; ein Kreisel, στρόμβον δ' ἃς ἔσσευε βαλών, Il. 14, 413; – Wirbelwind, στρόμβοι δὲ κόνιν εἱλίσσουσιν, Aesch. Prom. 1086; – ein gewundenes, nach oben spitzig zugehendes Schneckengehäuse, Theocr. 9, 25; στρόμβοις βουκινίζειν, S. Emp. adv. mus. 24; vgl. Plut. Symp. 7, 8, 4. – Ein Fichten- oder Tannenzapfen, = στρόβιλος, Nic. Th. 884. – Die Spindel, Lycophr. 584.

Greek (Liddell-Scott)

στρόμβος: ὁ, (στρέφω) ὡς τὰ στρόβος, στρόβιλος. σῶμα κυκλοτερὲς ἢ σπειροειδές, ὅθεν, Ι. στρόβιλος, «σβοῦρα», Λατ. turbo, Ἰλ. Ξ. 413· ὥσπερ στρ. στρέφεσθαι Λουκ. Ὄν. 42. 2)= στροφάλιγξ, ἀνεμοστρόβιλος, Αἰσχύλ. Πρ. 1085. 3) σπειροειδὲς ὄστρακον κοχλίου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 1, π. Ζ. Μορ. 2. 17, 16, κτλ.· ὄστρακον χρησιμεῦον ὡς σάλπιγξ, κόγχη, Λυκόφρ. 250, Πλούτ. 2. 713Β· - ὡσαύτως, κοχλίας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 22, πρβλ. 4. 4, 35, Θεόκρ. 9. 25. 4)= στρόβιλος ΙΙ. 6, Νικ. Θηρ. 884. 5) ἄτρακτος, Λυκόφρ. 585.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. ce qui tourne ou tournoie, particul. :
1 tourbillon;
2 toupie, sabot;
II. objets en spirale, particul. coquillage ; conque marine.
Étymologie: στρέφω.

English (Autenrieth)

(στρέφω): top, Il. 14.413†.

Greek Monolingual

στρόμβος, ο

(γενικά) κάθε σχετικά βαρύ σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα που στρέφεται γύρω από τον άξονά του και, κυρίως, η σβούρα

το συνεστραμμένο, σπειροειδές άνω άκρο τού οστράκου τών σαλιγκαριών, αλλ. κόγχη

(νεοελλ.) (ζωολ.) γένος θαλάσσιων γαστερόποδων μαλακίων, τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας στρομβίδες, που απαντά στα θερμά ρηχά νερά τών τροπικών θαλασσών και αφθονεί στους κοραλλιογενείς υφάλους, με γνωστότερο είδος το Strombus gigas.

ειδικό εργαλείο συστροφής σχοινιών.

(αρχ.) 1. ανεμοστρόβιλος

2. όστρακο που χρησίμευε ως σάλπιγγα

3. το σαλιγκάρι

4. ο καρπός τού πεύκου ή τού ελάτου, το κουκουνάρι

5. ηλακάτη, ρόκα