ἀβέβαιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀβέβαιος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[αμφίβολος]], [[ασταθής]], [[ευμετάβολος]]· τὸ ἀβέβαιον = ἡ [[ἀβεβαιότης]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, μη [[σταθερός]], [[αναξιόπιστος]], ταλαντευόμενος, σε Δημ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀβέβαιος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[αμφίβολος]], [[ασταθής]], [[ευμετάβολος]]· τὸ ἀβέβαιον = ἡ [[ἀβεβαιότης]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, μη [[σταθερός]], [[αναξιόπιστος]], ταλαντευόμενος, σε Δημ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀβέβαιος:''' <b class="num">1)</b> подвижный ([[ὀφθαλμός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> непостоянный, ненадежный, непрочный ([[φιλία]] Arst.; [[πρᾶγμα]] Men.; [[νίκη]] Plut.; [[τύχη]] Luc.);<br /><b class="num">3)</b> переменчивый, ветреный ([[δῆμος]] Dem.).
}}
}}

Revision as of 15:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀβέβαιος Medium diacritics: ἀβέβαιος Low diacritics: αβέβαιος Capitals: ΑΒΕΒΑΙΟΣ
Transliteration A: abébaios Transliteration B: abebaios Transliteration C: avevaios Beta Code: a)be/baios

English (LSJ)

ον,

   A unreliable, of remedies, Hp.Aph.2.27; ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (sc. πλοῦτος) Alex.281, cf. Men.128; ὀφθαλμὸς ἀ. unsteady, Arist.HA492a12: metaph., τύχη Democr.176, cf. Plb. 15.34.2; αἰτία Epicur.Ep.3,p.65U.; φιλία Arist.EE1236b19; τὸ ἀ. = ἀβεβαιότης, Hierocl. in CA2p.422M., Heraclit.Ep.7; ἐξ ἀβεβαίου from an insecure position, Arr.An.1.15.2.    2 of persons, unstable, fickle, D.58.63, Arist.EN1172a9. Adv. -ως Men.Georg.Fr.2.

German (Pape)

[Seite 2] unbeständig, von Personen u. Sachen, (ὁ πλοῦτος) ἀβεβαιότατόν ἐστιν ὧν κεκτήμεθα, alex. bei Htob. Flor. 95, 8; ὁ δῆμος Dem. 53, 63; Plut. verb. es mit εὐμετάβολος, de superstit. 1o; τύχη Luc. Icarom. 4; τὸ τῆς τύχης ἀβ., die Unbeständigkeit, Char. 18; Pol. 15, 34. – Adv., ἀβεβαίως τρυφᾷ Men. bei Stob. 165, 28.

Greek (Liddell-Scott)

ἀβέβαιος: -ον, = ἀβέβαιος, ἀμφίβολος, περὶ φαρμάκων Ἱππ. Ἀφ. 1245. ἀβεβαιότατον ὧν κεκτήμεθα (δηλ. πλοῦτος) Ἀλεξ. ἐν Ἀδήλοις, 21. Πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 1: ὀφθαλμὸς ἀβ. = ἀσταθὴς Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 10. 3. Μεταφ. ἀβ. φιλία παρὰ τῷ αὐτῷ. Ἠθ. Ε. 7. 2, 15. Τὸ ἀβέβαιον = ἀβεβαιότης, Λουκ. Χαρ. ἢ Ἐπισκ. 18: ἐξ ἀβεβαίου = ἐξ ἐπισφαλοῦς (οὐχὶ ἀσφαλοῦς) θέσεως. Ἀρρ. Ἀν. 1. 15, 2. 2) περὶ προσώπων = ἀσταθής, ἀμφίβολος, κυμαινόμενος Δημ. 1341. τελ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 12, 3. ἐπίρρ. -ως Μενανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non ferme, inconstant.
Étymologie: ἀ, βέβαιος.

Spanish (DGE)

-ον
1 inseguro, incierto, inconstante τύχη Democr.B 176, δόξα, εὐτυχία Gorg.B 11.11, βίος Aesop.285.2, cf. GVI 116.4 (Renea I d.C.), φιλία Arist.EE 1236b19, πλοῦτος Alex.283, Men.Mon.73, πρᾶγμα Men.Dysc.797
de estados clínicos inestable, incierto Hp.Aph.2.27
de pers. inconstante, caprichoso δῆμος D.58.63, cf. Arist.EN 1172a9
subst. τὸ ἀ. lo inseguro, la inseguridad τῆς τύχης Plb.15.34.2, cf. Hierocl.in CA 2 p.422, Heraclit.Ep.7 (p.72).
2 adv. -ως inciertamente, de manera insegura ἀβεβαίως τρυφᾷ· τὸ τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ Men.Georg.fr.2, εἰκὴ καὶ ἀ. Ceb.7.2, ἀνερματίστως καὶ ἀ. Didym.2Cor.7.5, cf. Gal.9.775.

Greek Monotonic

ἀβέβαιος: -ον, 1. αμφίβολος, ασταθής, ευμετάβολος· τὸ ἀβέβαιον = ἡ ἀβεβαιότης, σε Λουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, μη σταθερός, αναξιόπιστος, ταλαντευόμενος, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἀβέβαιος: 1) подвижный (ὀφθαλμός Arst.);
2) непостоянный, ненадежный, непрочный (φιλία Arst.; πρᾶγμα Men.; νίκη Plut.; τύχη Luc.);
3) переменчивый, ветреный (δῆμος Dem.).