ἀβακέω: Difference between revisions
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀβᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[άφωνος]]· Επικ. [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον αόρ. αʹ, <i>οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἀβᾰκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[άφωνος]]· Επικ. [[ρήμα]] που χρησιμοποιείται μόνο στον αόρ. αʹ, <i>οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀβᾰκέω:''' (только aor.) быть в неведении, ничего не знать: οἱ δ᾽ ἀβάκησαν πάντες Hom. все они были в недоумении. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἀβακής)
A to be speechless, only in aor., οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες said nothing, took no heed, Od.4.249.
German (Pape)
[Seite 2] (wie von ἄβαξ, eigtl. infans sein), nur Od. 4, 249 ἀβάκησαν πάντες, ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων, VLL. ἠγνόησαν, sie sprachen nicht mit ihm, weil sie ihn nicht erkannten, vergl. ἀβακιζόμενος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰκέω: (ἀβακὴς) εἶμαι ἄφωνος· Ἐπ. ρῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν ἀορ. οἱ δ’ ἀβάκησαν πάντες = εἶπον οὐδέν, δὲν ἔδωκαν προσοχήν· Ὀδ. Δ, 249.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. 3ᵉ pl. ἀβάκησαν;
ne rien dire d’une chose parce qu’on l’ignore ; ignorer, ne pas reconnaître (qqn).
Étymologie: ἀ, βάζω.
English (Autenrieth)
aor. ἀβάκησαν: word of doubtful meaning, be unaware, suspect nothing, Od. 4.249.†
Spanish (DGE)
(ἀβᾰκέω)
no enterarse, dejarse engañar οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες· ἐγὼ δέ μιν οἴη ἀνέγνων τοῖον ἐόντα Od.4.249
•interpr. desde los comentaristas antiguos a partir de un posible sent. etim. quedar en silencio, no decir nada ἀβακεῖν, τὸ ἀγνοεῖν καὶ διατοῦτο μὴ ἔχειν τι βάζειν Eust.1494.60.
• Etimología: Cf. ἀβακής.
Greek Monotonic
ἀβᾰκέω: μέλ. -ήσω, είμαι άφωνος· Επικ. ρήμα που χρησιμοποιείται μόνο στον αόρ. αʹ, οἱ δ' ἀβάκησαν πάντες, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀβᾰκέω: (только aor.) быть в неведении, ничего не знать: οἱ δ᾽ ἀβάκησαν πάντες Hom. все они были в недоумении.